Ο θάνατος του Κ. Σημίτη, του τελευταίου ουσιαστικά εν ζωή από την πρώτη γενιά πολιτικών ηγετών της Μεταπολίτευσης, προκάλεσε έναν γενικότερο σχολιασμό για το αποτύπωμα του εκσυγχρονισμού. Έννοια στενά συνδεδεμένη με την περίοδο διακυβέρνησής του. Στον σχολιασμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε μια άβυσσο, που χωρίζει τον απολογισμό των πολιτικών, οικονομικών και μιντιακών ελίτ σε σχέση με τις απόψεις της δημόσιας κοινής γνώμης που κυριάρχησε στα κοινωνικά δίκτυα. Ο πρώτος υπήρξε αποθεωτικός για τα επιτεύγματα της διακυβέρνησής του. Οι δεύτερες υπήρξαν ασυνήθιστα καταδικαστικές και σε προσωπικό πολιτικό επίπεδο για έναν κυβερνήτη που απέθανε.
Θα μπορούσε και στην περίπτωση αυτή να μιλήσει κάποιος για δυο Ελλάδες. Τη μία «φωτισμένη» και προοδευτική και την άλλη σκοταδιστική και αντιδραστική. Όμως εκ του αντικειμένου οφείλουμε να μιλήσουμε για μία Ελλάδα. Και για μια γενική δυστοκία ως προς τι εννοούμε εκσυγχρονισμό. Αφού αυτός για το έθνος, το κράτος και τον λαό θα έπρεπε να παραπέμπει σε μια πολύ πιο θετική επόμενη ημέρα για την κοινή ευημερία και για την αναβάθμιση της πατρίδας. Αντίθετα, η στρατηγική του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα έχει ταυτισθεί με τιμωρητικές πολιτικές λιτότητας, δημοσιονομικής διόρθωσης, απώλειας δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου, τελικά χρεοκοπίας και εκχώρησης των εθνικών συμφερόντων.
Το πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης και επιρροής, που έχει συλλογική ευθύνη σε μια εμπεδωμένη και νομιμοποιημένη δημοκρατία, και όχι αποσπασματικά στο εύρος της κάθε κυβερνητικής θητείας, για την πορεία του εθνικού κράτους, δεν μπορεί ξαφνικά και αιφνιδιαστικά να στρέφεται εναντίον των δεδομένων της καθημερινότητας και των κεκτημένων των πολιτών σαν αυτοί να ευθύνονται για τα κακά που συμβαίνουν και οι κυβερνήτες τους να λειτουργούν παιδευτικά ως κήνσορες έναντι όλων.
Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, μια αυτοπροσδιοριζόμενη ως εθνική και μεταρρυθμιστική διακυβέρνηση στο σημερινό κατώφλι της Ιστορίας, θα πρέπει να δημιουργήσει συνοχή ως προς την εκσυγχρονιστική διάσταση της πολιτικής, υπερβαίνοντας και σε αυτό το παρελθόν.