Ενώ η καθημερινότητα κυλλάει, πάντα θα υπάρξουν εκείνοι που πριν κάνουν οτιδήποτε άλλο θα παρακολουθήσουν τις ειδήσεις και θα απαντήσουν στα μήνυματα τους.
Είναι Κυριακή. Έχεις μόλις ανοίξει την εφημερίδα σου για να την διαβάσεις με συνοδευτικό τσάι ή καφέ, κλασική μουσική, το σάουντρακ της πόλης. Την ίδια στιγμή έρχεται μια ειδοποίηση στο κινητό. Κάποιος έστειλε email, «χτύπησε» ένα SMS, μια ειδοποίηση στο Instagram ή στο Facebook, ευκαιρία για ένα επιπλέον σκρολάρισμα, να δεις (ακόμη) μία φωτογραφία, ένα βίντεο, μία ανάρτηση, κι ό,τι είχες προλάβει να διαβάσεις, θέλει τώρα μία δεύτερη ματιά.
Από την αρχή. Όπως κάνουμε πλέον και με τα βιβλία. Τα ξεκινάμε, τα παρατάμε, επιστρέφουμε, τα ξαναδιαβάζουμε, δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε ακόμη και τον τίτλο, τα ονόματα των ηρώων, το στόρι.Πηγαίνουμε στον κινηματογράφο. Βυθιζόμαστε στο σκοτάδι, κλείνουμε τα τηλέφωνα μας, τα βάζουμε σε λειτουργία πτήσης ή έστω στο αθόρυβο, προσπαθούμε να συγκεντρωθούμε στο φιλμ που προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη.
Χρησιμοποιούμε την οθόνη του κινητού, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούμε καν, σαν ρολόι. Έχει σημασία που ενοχλούμε τους γύρω μας; Την ίδια στιγμή ο μπροστινός μας διαβάζει κλεφτά τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας ή είναι μονίμως συνδεδεμένος με το Facebook του, για να παρακολουθεί ταυτόχρονα τις ζωές των άλλων, και το έργο.
Η ίδια εικόνα επαναλαμβάνεται και στο θέατρο. Σε μια ζωντανή παράσταση. Στις συναυλίες. Ροκ, ποπ, κοντσέρτα κλασικής μουσικής, υπερπαραγωγές, παραστάσεις όπερας. Όπως και σε ντεφιλέ, σε παρουσιάσεις μόδας με αρχή, μέση και τέλος, στην επίσκεψη μας σε ένα μουσείο ή μία γκαλερί.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως η νέα τάση στα μουσεία διεθνώς, γεννήθηκε για να μας βοηθήσει να ξαναβρούμε την …χαμένη μας προσοχή. Προσωπικά έχω ήδη δοκιμάσει τη «συνταγή» που διάβασα σε ένα άρθρο των New York Times για να εστιάσουμε για 10 λεπτά μπροστά σε ένα έργο τέχνης, να το μελετήσουμε, να ξεχάσουμε ό,τι μας απασχολεί, να βιώσουμε τη ζωγραφική αλλιώς, ίσως ακόμη και ψυχοθεραπευτικά.
Όσοι βρεθούν στο Μάντσεστερ, μπορούν να εξαφανιστούν μέσα σε ένα ήσυχο δωμάτιο στην Manchester Art Gallery, με μόλις τρεις πίνακες, σε μια πρωτοβουλία για την ψυχική υγεία. Υπάρχει ένα μικρό, σκούρο πράσινο δωμάτιο, ακριβώς δίπλα σε μια φωτεινή αίθουσα με πίνακες του L.S. Lowry. Οι επισκέπτες παρατηρούν τα έργα, ενθαρρύνονται να περάσουν μέχρι και 15 λεπτά με το έργο τέχνης της επιλογής τους, χωρίς αντιπερισπασμούς, σαν μια άσκηση σύγχρονης ζωής.
Η ονομασία της αίθουσας; «Room to Breathe» ή «Δωμάτιο για Ανάσες». Και κάπως έτσι μαθαίνουμε τι σημαίνει «Mindful Museum», η ιδέα ενός «μουσείου με επίγνωση», ένας δημόσιος χώρος όπου μπορείς να βελτιώσεις την ψυχική σου υγεία. Πολύ απλά γιατί η πράξη της μάθησης, την οποία βρίσκουμε στα μουσεία, ενισχύει (και) την αυτοεκτίμηση μας.
Παρατηρείς τις αφηρημένες γραμμές, τις γκρίζες αποχρώσεις, το μουσταρδί κίτρινο σε έναν πίνακα νεκρής φύσης, συνειδητοποιείς τι σου αρέσει ή δεν σου αρέσει. Όσο περισσότερο κοιτάζεις, τόσο περισσότερο ταξιδεύεις, ανακαλύπτεις, έρχεσαι σε επαφή με τον εαυτό σου και τα συναισθήματα σου. Ο πίνακας δεν είναι τόσο αφηρημένος όσο νόμιζες αρχικά. Εμφανίζονται σκιές και σχήματα. Νιώθεις πιο ήρεμος. Σίγουρα λιγότερο αγχωμένος.
Στο Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ, υπάρχει το πρόγραμμα «Open Up With Vincent». Με έμφαση στο έργο και τη ζωή του καλλιτέχνη, μπορεί κανείς να κάνει γιόγκα και διαλογισμό στο κανάλι του μουσείου στο YouTube. Καλύτερα να μην επιδιώξουμε να βρεθούμε στο Λούβρο για να «μελετήσουμε» καλύτερα την Μόνα Λίζα, γιατί δεν θα είναι και τόσο εύκολο με την κοσμοσυρροή. Ο «διάλογος» με ένα λιγότερο διάσημο έργο τέχνης μπορεί να είναι πιο κατευναστικός και απρόσμενος.
Τι θα γινόταν λοιπόν αν μία γκαλερί ήταν κάτι περισσότερο από μια συλλογή εικαστικών αντικειμένων και γινόταν ένας χώρος, στον οποίο, μπορείς να μάθεις κάτι για τον εαυτό σου; Αν αρχίσουμε να συνηθίζουμε στην ιδέα, εφαρμόζοντας την τεχνική με ένα αντικείμενο ή έναν πίνακα, μπορούμε να την υιοθετήσουμε και στην καθημερινότητα μας, παρατηρώντας την ομορφιά και την απλότητα των πραγμάτων.
Την επόμενη φορά που θα πάμε στο σινεμά ή στο θέατρο, μπορούμε απλώς να ξεχάσουμε το κινητό μας. Όπως έχει πει και ο αγαπημένος σκηνοθέτης των Όσκαρ, Κρίστοφερ Νόλαν, «ο κινηματογράφος είναι μια εμπειρία που πρέπει να απαιτεί την πλήρη προσοχή του θεατή. Οι άνθρωποι σήμερα δεν είναι συνηθισμένοι να παρακολουθούν ταινίες για δύο ή περισσότερες ώρες χωρίς να ελέγχουν το κινητό τους. Αν μια ταινία έχει τη δύναμη να τους κρατήσει αφοσιωμένους, είναι ένα πραγματικό κατόρθωμα».
Τι να πει και η Αριάνα Γκράντε που έχει βαρεθεί να βλέπει το κοινό στις συναυλίες της με ένα «αναμμένο» κινητό στο χέρι; «Πολλές φορές στο παρελθόν, βλέπω ότι οι άνθρωποι είναι πιο εστιασμένοι στο να τραβούν φωτογραφίες και να ανεβάζουν βίντεο από τη συναυλία παρά στο να απολαμβάνουν το ίδιο το θέαμα. Υπάρχει αυτή η ανάγκη να καταγράψουμε και να μοιραστούμε στιγμές, αλλά αυτό μπορεί να μειώσει την πλήρη εμπειρία της παράστασης». Mήπως ήρθε η στιγμή να κάνουμε γιόγκα (ή διαλογισμό) και με την Αριάνα;
Κυριακάτικη Απογευματινή