Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 1944. Οι Γερμανοί φεύγουν! Καίνε χαρτιά, κλείνουν σπίτια, φορτώνουν κάσες και μπαούλα, αδειάζουν κτίρια, αφήνουν γραφεία. Αλλά δε σταματούν τις θηριωδίες και την ημέρα πριν αδειάσουν το Χαϊδάρι, εκτελούν τους τελευταίους εξήντα φυλακισμένους! Κοντά στους ΕΑΜίτες, την Ασφάλεια, τους τσολιάδες έχουν προστεθεί μικρές ομάδες από οπλισμένους κακοποιούς που μπαίνουν στα σπίτια με πλαστές ταυτότητες, κάνουν δήθεν «έρευνες» και βουτάνε ό,τι βρούνε, τρόφιμα, χρήματα, ψάχνουν για λίρες βέβαια και καμιά φορά παίρνουν και ομήρους και εξαφανίζονται. Πού και από ποιον να ζητήσεις βοήθεια; Σε ποιον ν’ αποταθείς; Οι ελπίδες για το μέλλον σβήνουν μαζί με την απελπισία για το παρόν…
ΕΦΥΓΑΝ! Καμπάνες, φασαρία, φωνές, «Χριστός Ανέστη!». Παντού σε όλα τα σπίτια φυτρώνουν κοντάρια και κυματίζουν σημαίες μικρές, μεγάλες, σχισμένες, ξεθωριασμένες. Ομοβροντίες ταράζουν ακόμη την Αθήνα. Δεν ξέρουμε τι γίνεται. Δεν υπάρχει ηλεκτρικό, το έχουν κόψει φεύγοντας οι Γερμανοί. Το βράδυ, μέσα στο σκοτάδι χαλάει ο κόσμος. Ζήτω, γέλοια, φωνές, χειροκροτήματα, τραγούδια και καμπάνες συνέχεια. Ο Άγιος Σπυρίδωνας δε σταματάει όλη τη νύχτα – ντιγκ-νταγκ-ντινγκ! Κανείς σε όλη την πόλη δεν κοιμάται. Κάθομαι τώρα και γράφω με ένα κεράκι…
Κυριακή 15 Οκτωβρίου 1944
ΗΡΘΑΝΕ! Ήρθανε χθες και, από την πρώτη στιγμή που τους είδανε, οι Αθηναίοι δεν εργάζονται, δεν τρώνε, δεν κοιμούνται, γυρίζουν στους δρόμους και ξελαρυγγίζονται. Καρφίτσα δε χωράει στην οδό Σταδίου, στο Σύνταγμα, στο παλιό παλάτι μπροστά. Τα αριστερά συνθήματα φωνάζουν πιο δυνατά, το ΕΑΜ έχει κινητοποιήσει όλους τους συνοικισμούς, ακούγεται και το καινούριο τραγουδάκι: «Λαοκρατία και όχι βασιλιά…». Με το παραμικρό φουντώνει ο ενθουσιασμός… ένα αεροπλάνο περνάει πάνω από την πόλη, κάποιος μοιράζει προκηρύξεις… εμφανίζονται Άγγλοι και Έλληνες αλεξιπτωτισταί μαζί, ίδια ντυμένοι, με διαφορετικό χρώμα μπερέ… ομάδες από παιδιά, οπλισμένα, ξεμαλλιασμένα, τρέχουν, χτυπούν παλαμάκια, ζητωκραυγάζουν για ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, ΚΚΕ. Εν τω μεταξύ η χρυσή λίρα έχει φθάσει στα έξι τρισεκατομμύρια!Ελένης Βλάχου, Στιγμιότυπα, Εκδόσεις «Καθημερινής», Αθήνα 1987, σελ. 80
Ήλιος εκτυφλωτικός
Η ιστορική ημέρα της Απελευθέρωσης. Πρωί, εννιά, και κατέβαινα την Πατησίων, στο Μουσείο, στη Μάρνη, για τα Χαυτεία. Ήλιος κατάμουτρα, εκτυφλωτικός. Ωραία μέρα, από εκείνες τις «μόνο ελληνικές» καθώς νομίζουμε όλοι μας (άντε τώρα να μας αποδείξεις, με τεκμήρια, πως έχει γνήσιες τέτοιες και στη Χιλή να πούμε!), με το γαλάζιο ατλάζι τεντωμένο «για μας» στον ανέφελο ουρανό. Όχι μόνο οι τοίχοι όλοι, δεξιά κι αριστερά, παρά κι η άσφαλτος βαμμένη κόκκινη πέρα-πέρα με σφυροδρέπανα -συνεργεία γράφαν ακόμα!- και τραβάγαμε ολόισα, με την Ακρόπολη απέναντί μας, σαν τυπικό καρτ-ποστάλ…
«Σήμερον φεύγουν!» […] «Φεύγουν!.. Να! Στα Χαυτεία!..». Τι, «στα Χαυτεία»; […] Μόνο απ’ τα Χαυτεία φεύγαν; […] Τι πα να πει αυτό; Μα ναι… Ήξερα τι έλεγε… Βρέθηκα μπρος […] σ’ αυτό που έφευγε όντως και το κατάλαβα -«Εμείς! Εμείς τους διώχναμε». (Κι έτσι θέλουμε να το θυμόμαστε, να το φωνάζουμε πεισματάρικα ως σήμερα)- έν’ ανοιχτό πολεμικό φολξβάγκεν της Βέρμαχτ (απ’ αυτά τα «κασσόνια», με τις σκούρες λαμαρίνες και το σταυρό στις μπάντες), […] με τρεις μέσα που καπνίζανε στον ήλιο αμέριμνοι -σαν κάτι περιμένοντας- κι ένα στημένο μυδράλλιο με την αστραφτερή κορδέλλα του όλο σφαίρες μυτερές ανάμεσά τους, με την κάννη λίγο σκερτσόζικα μισογυρισμένη ψηλά λοξά, δεξιά κι εμείς γύρα «δεν έτρεχε τίποτα!» (δεν το βλέπαμε; Δεν το ξέραμε; Δεν καταλαβαίναμε πως ήταν μυδράλλιο; Αν ήθελε, δεν έριχνε; Τι κάναμε πώς δεν το βλέπαμε; Το ξορκίζαμε; Λύκε, λύκε, είσαι δω; Παίζαμε τώρα; Πώς «φεύγανε»; Ποιοι «τους διώχνανε»; Ας συνεχίσουμε ο καθένας να κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε! Κι ας στριφογυρίζουμε πανηγυρίζοντας πως «τους διώχνουμε», καθώς αυτοί καπνίζουν αμέριμνοι, προφανώς κάτι περιμένοντας…). Αυτά στα Χαυτεία, ώρα εννιά-εννιάμιση, το πρωί της 12 Οκτωβρίου του ’44.
Έκανα κι εγώ πως δεν είχα δει τίποτα! Και τράβηξα την Πανεπιστημίου καταπάνω… Χιλιάδες αλαλάζανε την «Απελευθέρωση», φωνάζοντας ό,τι ήθελε ο καθένας!.. Εγώ φώναζα «Κάππα-κάππα-έψιλον!» χωρίς να ’μουνα ποτέ κομμουνιστής, με τη σκέψη πως «αυτό θα θύμωνε παραπάνω κάθε δεξιό που αν τύχει θα ’τανε κι αυτός ανάμεσά μας και θα κρυβότανε» (ποιος δεξιός θα τόλμαγε να το λέει σήμερα πως είναι δεξιός ανάμεσά μας;) – […] …αλλά φώναζα και για μένα: «Κάτω όλα!» («Αμπάσο τούτα!», γύρισα και φώναξα του Λουιζίδη, του βοηθού του Σκάσση στο Πανεπιστήμιο, κι αυτός κουτσαίνοντας, «Αμπάσο τούτα!» με διαβεβαίωσε έντρομος, φεύγοντας όσο μπορούσε πιο γρήγορα με το μπαστούνι του, να επιβιώσει και να κάτσει με τη σειρά του το ταχύτερο στην έδρα της Λατινικής Φιλολογίας και δαύτος…).
Κι ό,τι [μόλις] το ’χα φωνάξει, [και] να ’σου το πλήθος χάνετ’ από μπρος μου εκεί μπροστά στη γωνία με Κοραή, στο δεξί πεζοδρόμιο ανεβαίνοντας – και βρίσκομαι σε κρύο κενό, κατάκρυο δέκα μέτρα μπρος μου!.. Τ’ ήταν και χάθηκαν όλοι έτσι; Γιατί αυτό το κενό, που με χτύπησε σαν κάτι το συγκεκριμένο, το ξεκάθαρο, μα που δεν το ’βλεπα; Ώσπου, το είδα, να κατεβαίνει αδιάφορο καταπάνω μου: Ένας Γερμανός αξιωματικός στα καλοκαιρινά, τα κοντά του -φόραγαν σορτς όλοι τους τα καλοκαίρια- με […τις…] μαύρες μπότες – το ’καναν κι αυτό οι τρελοί καλοκαιριάτικο, μέσ’ στη λαύρα: […] και βάσταγ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στ’ αριστερό του, ένα μαστίγιο πέτσινο στο δεξί του σα σκήπτρο, και το χτύπαγε στο μπούτι του σιγανά, κάθε που το πλήθος ίσως αργούσε λίγο ν’ ανοίξει μπρος του, στα δέκα, στα δεκαπέντε μέτρα… Και κατέβαινε μόνος του, τ’ αριστερό [πεζοδρόμιο] της Πανεπιστημίου, ανάμεσα στα πλήθη που πανηγύριζαν την «Απελευθέρωσή» τους… κι απ’ αυτόν που φεύγ’ έτσι αμέριμνος με το τριαντάφυλλό του, και ψευτομαστίγωνε το μπούτι του σαν αργούσαν τα πλήθη ν’ ανοίξουν μπρος του… «Τους διώχναμε», ναι! Δειλός κι εγώ, μαρμάρωσα κει πέρα και πέρασε…
Ίσως αυτόν θα περίμενε το φολξβάγκεν καπνίζοντας με το μυδράλλιο… Ίσως αυτός θα ’χε καταθέσει το στεφάνι με τη σβάστικα στον Άγνωστο. […Ύ]στερα ανηφόρισα κατά τον Άγνωστο…