Ανέκαθεν είχα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τις διάφορες έρευνες που διενεργούνται. Και όχι κατ’ ανάγκην τις πολιτικές. Μία από τις παλαιότερες λοιπόν έρευνες που μου είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον συσχέτιζε τις ψυχασθένειες με διάφορα επαγγέλματα. Πιο απλά, «Επαγγέλματα και ψυχασθενείς», τουτέστιν ποια επαγγέλματα δυνητικά μπορεί να τροφοδοτήσουν δημόσια και ιδιωτικά ψυχιατρεία. Δεν γνωρίζω βεβαίως αν μετά την έρευνα αυτή έχουν σπεύσει τα ιδιωτικά ιδίως θεραπευτήρια να συνάψουν συμβόλαια με τις επαγγελματικές ενώσεις των εργαζομένων στα επίφοβα επαγγέλματα. Ομολογώ ότι αισθάνθηκα ταραχή μεγάλη, διότι μεταξύ των δέκα επαγγελμάτων που διερευνήθηκαν το επάγγελμά μας διεκδικεί περίοπτη θέση. Για την ακρίβεια, καλύπτει δύο θέσεις καθώς, με το ένα πόδι στο Δρομοκαΐτειο είναι οι ασχολούμενοι με την τηλεόραση και το ραδιόφωνο και με το άλλο οι απασχολούμενοι στα έντυπα. Δεν ξέρω αν πρέπει να αισθανόμαστε περήφανοι για κάτι τέτοιες πρωτιές αλλά, εδώ που τα λέμε, δεν περίμενα και την έρευνα αυτή για να με πληροφορήσει για την τάση μας.
Πρώτοι και καλύτεροι για ψυχασθένεια είναι οι CEO, δηλαδή οι διευθύνοντες σύμβουλοι στις εταιρείες. Το καταλαβαίνω διότι δέχονται, όπως και να το κάνουμε, μεγάλη πίεση. Τόσο μεγάλη όσα και τα μπόνους που φροντίζουν να αποφασίζουν… για τον εαυτό τους. Λογικό. Μη μου πείτε ότι κι εσείς δεν θα τρελαινόσασταν αν σας έπεφτε ο πρώτος αριθμός στο Τζόκερ έπειτα από καμιά δεκαριά, μάλιστα, άκαρπες κληρώσεις. Διότι κάπου εκεί είναι το μπόνους, το ετήσιο, των CEO. Tων Τσέο, που έλεγε και κάποια ψυχή.Τελευταίοι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι από πλευράς ροπής προς την τρέλα. Αυτονόητο, μάλλον έρευνα μακρόχρονη και κοστοβόρα για να το επιβεβαιώσουμε.
Ένας που είχε μεγάλη προσωπική εμπειρία από το Δημόσιο και πώς λειτουργούσε ήταν ο μακαρίτης Θεόδωρος Πάγκαλος. Ο οποίος στο βιβλίο του «Με τον Ανδρέα στην Ευρώπη» είναι αποκαλυπτικός γι’ αυτά που έζησε Μερικά παραδείγματα για γέλια και για κλάματα:«…Ανακάλυψα», γράφει, «ότι τα 2/3 των υπαλλήλων που στέλλονταν στις Βρυξέλλες για να μετάσχουν στις διάφορες επιτροπές και ομάδες εργασίας δεν εγνώριζαν απολύτως καμία γλώσσα… Η γραμματεία του συμβουλίου τότε δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ελληνική μετάφραση παρά μόνο στα μισά περίπου από τα γεγονότα. Το συμπέρασμα είναι ότι δεκάδες υπάλληλοι συμμετείχαν στις συνεδριάσεις χωρίς να καταλαβαίνουν λέξη και ότι αν τους εζητείτο να πάρουν θέση, θα μπορούσαν απλώς να κουνάνε το κεφάλι ή να μουγκρίζουν»!
«…Κατά τη διάρκεια του ωραρίου πολλοί υπάλληλοι εγκατέλειπαν το υπουργείο για να κάνουν διάφορες άλλες δουλειές. Είδα μια μέρα κάποιον, ο οποίος στις 11 το πρωί πουλούσε ψωμί σ’ ένα πρατήριο που τυπικά ανήκε στη γυναίκα του και βρισκόταν κάπου στην οδό Βερανζέρου…!