Είναι όλο και πιο φανερό ότι οι βασικές υποδομές στην Ελλάδα είναι εγκαταλελειμμένες περίπου μια 20ετία. Αυτό διεφάνη και από τους ελέγχους στατικότητας στο ΟΑΚΑ στην Αθήνα και το Καυτανζόγλειο στη Θεσσαλονίκη. Η αντιπολίτευση, ως μη ώφειλε, άρχισε να μιλά εξαρχής για ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, λες και η ιστορία ξεκινά από το 2019. Με τον τρόπο αυτό η αντιπολίτευση το μόνο που πετυχαίνει είναι να επιδεικνύει τη δική της αναξιοπιστία στον πολιτειακό ρόλο που διατηρεί, αλλά τελικά και την ανευθυνότητά της σε σχέση με το κοινώς λεγόμενο δημόσιο συμφέρον. Από τη δική της πλευρά η τακτική Δικαιοσύνη ορθώς παρενέβη για να θυμίσει στους τοπικούς και εν έργω υπευθύνους ότι η ποινική εκδίκαση των ευθυνών τους και η φυλακή για την πλημμέλεια των ελέγχων τους κείνται πλησίον.
Αναφερόμενοι ιστορικά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η Ελλάδα, που βρέθηκε σε περίοπτη διεθνώς θέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, από εκεί και πέρα άρχισε να καταρρέει σε όλα τα επίπεδα. Ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κρίση αξιοπιστίας των ομολόγων του 2008 και στη συνέχεια με την απώλεια της δημοσιονομικής εθνικής αξιοπιστίας του 2010-2011. Ακολούθησε η δεκαετία των μνημονίων, όπου οι αναγκαστικοί νόμοι περιορισμού των δημοσίων δαπανών δεν κατέστρεψαν μόνο νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και το ίδιο το κράτος ως προς τη δεινότητα και τελικά την ασφάλεια των υποδομών του.
Έτσι ο μόνος δρόμος για τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, την εθνική μας δηλαδή διακυβέρνηση, είναι σε κεντρικό επίπεδο να δημιουργηθούν «task force» ειδικών και όχι μόνο πολιτικών ή επιτελών, που με μεθοδικότητα και επιμονή θα ασχοληθούν με τις δημόσιες υποδομές της χώρας σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς. Ο στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από μια συνολική «επανεκκίνηση» για το ελληνικό κράτος ως προς τις εγγυήσεις ασφάλειας των υποδομών του.