Η ΘΕΣΗ ΜΑΣ: Αυτά είναι τα όρια

16:23 - 24 Οκτωβρίου 2024

Ύστερα από μακρύ χρονικό διάστημα, χθες στο Κοινοβούλιο εξελίχθηκε η πρώτη σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών συζήτηση με αντικείμενο τις πυρκαγιές του καλοκαιριού και την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών πυροπροστασίας. Το ΠΑΣΟΚ, που προκάλεσε την όλη συζήτηση, προσήλθε με την αναβαπτισμένη παλιά ηγεσία του και ο ΣΥΡΙΖΑ με τον μεταβατικό επικεφαλής του.

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, όχι στον κύριο κορμό της βασικής ομιλίας του αλλά στη δευτερολογία του, θέλησε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση των πραγμάτων στο Κοινοβούλιο, που «απειλείται» ουσιαστικά από την κατάσταση των κύριων κομμάτων της αντιπολίτευσης, η οποία δεν μπορεί να περιγραφεί ως ιδανική. Ο κ. Μητσοτάκης με τη στάση του, αποχωρώντας από τα έδρανα της κυβέρνησης όταν ανέλαβε τον λόγο στο βήμα ο κ. Παππάς, ως επικεφαλής ουσιαστικά της αντιπολίτευσης, θέλησε να δώσει ένα σαφές μήνυμα. Όπως το προδιέγραψε ο ίδιος στην αρχή της δευτερολογίας του, ήταν θεσμικού χαρακτήρα: «Δεν αναγνωρίζω ως εκπρόσωπο της αξιωματικής αντιπολίτευσης έναν πολιτικό καταδικασμένο 13-0 από το Ειδικό Δικαστήριο. Ούτε θα συνομιλήσω ούτε θα χαριεντιστώ μαζί του, και αυτό επιβάλλει ο κοινοβουλευτικός αυτοσεβασμός». Ο πρωθυπουργός παράλληλα εξήγησε ότι θα υπάρξει κοινοβουλευτικός διάλογος και αντιπαράθεση, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέξει πραγματική και επίσημη ηγεσία.

Η συγκεκριμένη στάση του πρωθυπουργού θεωρήθηκε, και σωστά, ένα μήνυμα και ως προς τους χαριεντισμούς του πρώην πρωθυπουργού κ. Σαμαρά πρόσφατα σε εκδήλωση με τον κ. Παππά. Αλλά επί της ουσίας ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε τα θεσμικά όρια, μην επιτρέποντας το Κοινοβούλιο να επηρεασθεί από τη χαώδη εσωτερική κατάσταση στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ιδιαίτερα έντονος υπήρξε ο κ. Μητσοτάκης απέναντι και στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, απαντώντας σε υψηλούς τόνους στην προσπάθεια του κ. Ανδρουλάκη να αποκτήσει «αέρα» επικεφαλής αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο κ. Μητσοτάκης εν ολίγοις έθεσε τα όρια στις ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης με μια στάση θεσμικής σοβαρότητας που προστατεύει τον κοινοβουλευτισμό από τον διασυρμό.