Οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, που θέλησαν να εκφράσουν προβληματισμό για κάποιες επιλογές της κυβέρνησης και το εκλογικό αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωπαϊκών εκλογών, κατά τη διάρκεια της χθεσινής 7ωρης συνεδρίασης του κόμματος δεν κουράστηκαν να επικαλούνται την περίπτωση Μακρόν. Την ανέφεραν ως περίπτωση επικίνδυνου και αποτυχημένου «ανοίγματος» στο επονομαζόμενο πολιτικό Κέντρο.
Το παράδειγμα όμως είναι λάθος, αφετηριακά. Το κόμμα Αναγέννηση του Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να αναφέρεται ως κεντρώο στις παρούσες συνθήκες με την έννοια του «μεσαίου χώρου» ανάμεσα στην Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν και του Λαϊκού Μετώπου της Αριστεράς, αλλά δεν συγκροτήθηκε ως κεντρώο κόμμα. Ουσιαστικά, αποτελεί ένα μόρφωμα, που δημιουργήθηκε για να δώσει κοινοβουλευτικό αποτύπωμα στον Εμ. Μακρόν. Ο ίδιος ο Μακρόν παρουσιάστηκε το 2016 ως μια επιλογή μετα-πολιτικής, με μοντέλο διοίκησης της χώρας από εκπροσώπους της τεχνοκρατίας και των αγορών, αφού οι παραδοσιακοί ιστορικοί σχηματισμοί της Γαλλίας τόσο στη Δεξιά όσο και στους Σοσιαλιστές και την Αριστερά είχαν καταρρεύσει εκλογικά και πολιτικά. Το «κίνημα Μακρόν» υπήρξε το πρόκριμα της υπεροψίας των ελίτ των τραπεζών και του χρηματιστηρίου της Γαλλίας απέναντι στον παραδοσιακό κοινοβουλευτισμό της χώρας.
Το συγκεκριμένο «πείραμα» πλέον καταρρέει αφήνοντας πίσω έναν ωκεανό από χαμένες προσδοκίες και μια καθόλου σταθερή συνθήκη στη διακυβέρνηση μιας από τις εμβληματικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Η περίπτωση, όμως, Μακρόν ουδεμία σχέση έχει με τη Νέα Δημοκρατία, κυρίαρχη πολιτική δύναμη της Μεταπολίτευσης και μοναδικό κόμμα διακυβέρνησης μετά την απορρύθμιση του ΠΑΣΟΚ προς δεκαετίας. Ο δε κ. Μητσοτάκης είναι ένας παραδοσιακός πολιτικός της Κεντροδεξιάς, βουλευτής, υπουργός και τελικά πρόεδρος του κόμματος και όχι μέρος ενός επιτραπέζια σχεδιασμένου «πειράματος» διακυβέρνησης. Η Κεντροδεξιά εξαιτίας της πολιτικής ισχύος και της συγκρότησης επί των ημερών του κυριάρχησε και στον «μεσαίο χώρο» με την Κεντροαριστερά.