Πάγια αντίληψη είναι ότι η Ελλάδα στον τουρισμό δεν θα πρέπει να υιοθετήσει το μοντέλο της Ταϊλάνδης. Στην παρούσα φάση η «οροφή» στην τουριστική ανάπτυξη και εκμετάλλευση δεν ορίζεται. Αυτό έχει λογική, αφού μετά τη χρεοκοπία και την περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής ο τουριστικός τζίρος κυριολεκτικά «θρέφει» τη χώρα.
Ο τουρισμός συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από το πολιτικό σύστημα ως η «βαριά βιομηχανία» της χώρας. Αυτό δεν θεωρείται μάλιστα στρατηγική εμπλοκή ως προς τη βαθιά παρακμή στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα της παραγωγής, αλλά ως έναυσμα για περαιτέρω άναρχη ανάπτυξη χωρίς συγκεκριμένο μοντέλο. Πολύ λίγα πράγματα στις αντιλήψεις έχουν αλλάξει σε σχέση με τις δεκαετίες του 1960-1970. Είναι τέτοιος ο ενθουσιασμός που επικρατεί, που δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε καν τα σημάδια της κρίσης που καταγράφονται σε σημαίνοντες προορισμούς της ευρύτερης περιοχής μας όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
Ο τουρισμός υπολογίζεται, ειδικά σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ελλάδα, όπου το τουριστικό προϊόν και προφίλ χρόνο με τον χρόνο αναβαθμίζονται, ως μια λύση για το αναιμικό ΑΕΠ και τα μειωμένα εισοδήματα, αλλά και ως ευκαιρία. Πρώτον στην περίπτωση που ο τουρισμός δεν θα περιορίζεται μόνον στους καλοκαιρινούς προορισμούς και τα θέρετρα αλλά θα επεκταθεί σε όλες τις εποχές και σε πλειάδα άλλων προορισμών, πετυχαίνοντας την εκλογίκευση στην ανάπτυξη. Δεύτερον, στην περίπτωση που στη βάση του τουρισμού θα αναπτυχθούν οι αναγκαίες γι’ αυτόν υποδομές στην επικράτεια και φυσικά στα νησιά. Το πλέον κρίσιμο: Το κατά πόσον ο τουρισμός ως τζίρος θα ενθαρρύνει την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και θα πολλαπλασιάσει τη μετακίνηση πληθυσμού, ειδικά στις νεότερες γενιές, από την πρωτεύουσα και τις κεντρικές πόλεις σε όλη την επικράτεια. Ο τουρισμός σε κάθε περίπτωση δίνει ευκαιρίες, αλλά δεν μπορεί να συνεχίζει να αντιμετωπίζεται… ευκαιριακά.