Παρατηρείται ένα εξόχως ανησυχητικό κλίμα στη Δύση, και ειδικά στην Ευρώπη, σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία. Ξεκινώντας από τον πρόεδρο της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, που και σε δημόσιες δηλώσεις του σημείωσε τη βούληση του να «επιτρέψουμε στην Ουκρανία να εξουδετερώσει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις (της Ρωσίας) απ’ όπου εκτοξεύονται πύραυλοι εναντίον της», πάμε στην ηγεσία του ΝΑΤΟ. Σε επίπεδο Στόλντεμπεργκ ενθαρρύνονται επίσης τέτοιες πολιτικές, υπό την πίεση μάλιστα της ηγεσίας Ζελένσκι. Επιφυλάξεις σε τέτοιες στρατιωτικές επιχειρήσεις έχει η Γερμανία, πλειονότητα ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αλλά και η Ουάσινγκτον σε επίπεδο Λευκού Οίκου και Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Ο υπουργός Εξωτερικών, κ. Μπλίνκεν, άλλωστε βρίσκεται σε περιοδεία στην Ευρώπη απέναντι σε αυτήν την επιθετική ατζέντα που αλλάζει τις συνθήκες του πολέμου, επιτρέποντας στην Ουκρανία να επιχειρήσει επιθετική κι όχι αμυντική διαχείριση αποτροπής της Ρωσίας. Η Μόσχα έχει στείλει ήδη τα ανησυχητικά μηνύματά της για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, προβάλλοντας και το πυρηνικό οπλοστάσιό της και επικεντρώνοντας εναντίον της Γαλλίας, που έχει στείλει εκπαιδευτές και άλλες στρατιωτικές δυνάμεις επί του ουκρανικού εδάφους.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, φυσικά έχει διαφωνήσει εξαρχής και στο πλέον επίσημο επίπεδο -αυτό του πρωθυπουργού- σε τέτοιου τύπου σκεπτικό υποστήριξης στο Κίεβο. Διατηρεί τη σταθερή θέση της, όπως άλλωστε και οι ΗΠΑ. Στην ίδια κατεύθυνση είναι ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών, με την οποία θα μπορούσε να συμπέσει η ελληνική διπλωματία. Ο κ. Ταγιάνι ξεκαθάρισε σχετικά με τη θέση της Ρώμης: «Δεν θα στείλουμε ούτε έναν Ιταλό στρατιώτη να πολεμήσει στην Ουκρανία, γιατί δεν είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία, ενώ το υλικό που στέλνουμε δεν προβλέπεται να χρησιμοποιηθεί πέρα από τα ουκρανικά σύνορα». Αυτοί που ενθαρρύνουν έναν ολοκληρωτικό πόλεμο στην Ευρώπη με τη Ρωσία ας ξανασκεφθούν τις επιπτώσεις. Η Ελλάδα σχετικά δεν έχει να σκεφθεί τίποτα…