Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα επιστρέφει στην κανονικότητά του, με τον δημόσιο τομέα να «προσφέρει «στην ιδιωτική αγορά τα μερίδιά του. Τα έσοδα που υπάρχουν χαρακτηρίζονται επιτυχία, παρά το γεγονός ότι το κόστος των «αναγκαστικών» αυξήσεων κεφαλαίου, που προηγήθηκαν πριν, ακόμη, από τη δημοσιονομική κατάρρευση αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής, είναι ετεροβαρές σε βάρος των Ελλήνων πολιτών. Η χώρα ακολουθεί την πορεία της εκτός μνημονίων στη βάση των προδιαγραφών και των υποχρεώσεων που έχουν συμφωνηθεί στην έξοδο των μνημονίων. Δεν είναι τυχαία τα εύσημα και οι ενθουσιώδεις δηλώσεις ηγετών και οίκων αξιολόγησης διεθνώς που εισπράττει η διακυβέρνηση Μητσοτάκη για την πορεία αυτή. Ταυτόχρονα, η χώρα διεθνοποιείται. Είτε στον δημόσιο τομέα είτε σε σχέση με τον ιδιωτικό. Η Ελλάδα που προδιαγράφεται είναι διαφορετική από την Ελλάδα της δεκαετίας του 2000.
Οι επιλογές του πρωθυπουργού και το δεσπόζον όραμα για πιο ισχυρή και κοσμοπολίτικη Ελλάδα συνδυάζονται με τις μεταρρυθμίσεις, την εκ νέου δόμηση, ουσιαστικά, του κράτους, της Παιδείας, του συστήματος Υγείας και της παραγωγικής βάσης της χώρας. Το διεθνές προφίλ της χώρας, όμως, προηγείται ως προς την αναβάθμισή του από την ίδια την πραγματικότητα της χώρας. Αυτό γίνεται φανερό από την αστοχία του προϋπολογισμού του 2023 στον τομέα των επενδύσεων. Ενώ την περσινή χρονιά -υπάρχουν πλέον τα επίσημα στοιχεία απολογισμού-, ως προς τον ρυθμό ανάπτυξης η Ελλάδα κινήθηκε καλύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στον τομέα των επενδύσεων αστόχησε. Από 15,5% που ήταν ο καταγεγραμμένος στόχος αυτές αυξήθηκαν μόνον κατά 4%. Δηλαδή, 11,5 μονάδες πιο χαμηλά. Αυτό σημαίνει ότι το ΑΕΠ της χώρας δεν ακολουθεί τη θετική πορεία της εικόνας της χώρας. Άρα έχουν ακόμη πολλά και σημαντικά να γίνουν και κάποιοι ας μη βιάζονται να βγουν στους δρόμους επιδιώκοντας… απορρύθμιση.