Τηρουμένων των αναλογιών, σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κατάσταση που στη γεωπολιτική είναι γνωστή ως «παγίδα του Θουκυδίδη». Όπως η Σπάρτη παρατηρούσε με ανησυχία την άνοδο της αθηναϊκής ισχύος, σήμερα η Ελλάδα έχει απέναντί της μια Τουρκία, η οποία αφού απέκτησε πληθυσμιακό όγκο, τώρα αποκτά και οικονομικό μέγεθος. Ο κίνδυνος λοιπόν είναι σε μερικές δεκαετίες η τουρκική απειλή να καταστεί μη ανασχέσιμη. Η Σπάρτη, απαντώντας αποφασιστικά στο στρατηγικό δίλημμα που αντιμετώπιζε, ξεκίνησε προληπτικά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Σήμερα, το πολιτικό κατεστημένο των Αθηνών οραματίζεται μια προληπτική παράδοση, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να εξαγοράσει μια περίοδο σταθερότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σφάλλει όμως διπλά και ως προς την ανάγνωση του προβλήματος και ως προς τον χειρισμό του. Διότι το αίτιο της τουρκικής επιθετικότητας είναι η διευρυνόμενη διαφορά γεωπολιτικού δυναμικού και όχι κάποια περιθωριακή διαφορά, η οποία θα μπορούσε να διευθετηθεί με έναν συμβιβασμό που θα περιελάμβανε έστω και μερικές ελληνικές υποχωρήσεις.
Αντιθέτως, ενδεχόμενη παραχώρηση τμημάτων της ελληνικής ΑΟΖ, η οποία στην πράξη θα σήμαινε και παραχώρηση ενεργειακών κοιτασμάτων, δεν θα ήταν παρά τα λύτρα που θα πλήρωνε η Ελλάδα για να αγοράσει ακριβά μια προσωρινή ύφεση στα Ελληνοτουρκικά. Θα έδινε δε στην Τουρκία ακριβώς αυτό που χρειάζεται για να μετατραπεί σε σημαντική οικονομική και κατ’ επέκταση πολιτική δύναμη. Με απλά λόγια, αν η Ελλάδα παραχωρήσει μέρος του ενεργειακού της πλούτου στην Τουρκία (όπως έκανε στη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο), θα είναι σαν να ταΐζει το θηρίο που θέλει να την κατασπαράξει. Παράλληλα, θα έχει απολέσει οριστικά τη δυνατότητα να εξέλθει από την υπερχρέωση και να αντιμετωπίσει την Τουρκία με δικές της δυνάμεις.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, δηλώσεις του τύπου η «συνεκμετάλλευση δεν είναι ταμπού» υποδηλώνουν άγνοια του βασικού προβλήματος ή μια επιφανειακή προσέγγιση στη βάση άλλων προτεραιοτήτων. Και είναι τελικά αυτές οι άλλες προτεραιότητες που αποτελούν τον πυρήνα του ελληνικού πολιτικού προβλήματος. Διότι αν μια χώρα δεν μπορεί να σχεδιάσει με καθαρό μυαλό την εθνική της στρατηγική, αλλά είναι δέσμια των προτεραιοτήτων ενός εσωτερικού συστήματος διαπλοκής και των απαιτήσεων ξένων κέντρων, τότε δεν μπορεί να διαμορφώσει τη μοίρα της και αναπόφευκτα θα ακολουθήσει την πορεία που της προδιαγράφουν οι άλλοι. Όπως προκύπτει, λοιπόν, ένας έντιμος συμβιβασμός με την Τουρκία είναι ανέφικτος και ως εκ τούτου μια ελληνική υποχώρηση απέναντι στην Τουρκία -χάριν των «συμμάχων μας»-, που θα οδηγούσε στη λεγόμενη συνεκμετάλλευση του ελληνικού ορυκτού πλούτου, θα ήταν ολέθρια επιλογή για την Ελλάδα.
Για να αντιμετωπίσει βεβαίως το πολιτικό προσωπικό την τουρκική απειλή, θα έπρεπε να κινητοποιήσει σε πολλά επίπεδα την ελληνική κοινωνία, ορίζοντας ως στρατηγικούς άξονες τη δημογραφική και την οικονομική της ανασυγκρότηση και έχοντας ως σαφή επιδίωξη τη συμμετοχή της χώρας στη νέα τεχνολογική επανάσταση που συντελείται. Επιπλέον, η Ελλάδα θα έπρεπε να διαμορφώσει ένα σύνολο φιλόδοξων στρατηγικών επιδιώξεων, το οποίο θα της έδινε ρόλο ενεργού εταίρου στη νέα αρχιτεκτονική που δημιουργούν οι ΗΠΑ ενόψει της σύγκρουσής τους με την Κίνα. Διότι μόνο όποιος διεκδικεί ενεργό ρόλο, και παζαρεύει ό,τι προσφέρει, μπορεί να προσδοκά και σε κέρδη. Αντίθετα, όποιος προβάλλεται ως δεδομένος και ως παράγων σταθερότητας μπορεί να εισπράττει φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Ενίοτε όμως κινδυνεύει αυτοί ακριβώς από τους οποίους ζητά ασφάλεια (ΗΠΑ, ΕΕ) να του κόψουν κομμάτια και να τα προσφέρουν ως δέλεαρ σε εκείνον του οποίου η συνεργασία δεν θεωρείται δεδομένη (Τουρκία).
Ένα τέτοιο επίπεδο στρατηγικής κινητοποίησης απαιτεί όμως πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της κοινωνίας και του απόδημου Ελληνισμού. Απαιτεί αξιοκρατία και έναν εκ βάθρων εκσυγχρονισμό θεσμών, δομών, αντιλήψεων και πρακτικών. Όχι απλώς έναν «εκσυγχρονισμό προσόψεων» και ψηφιακών πιστοποιητικών. Όμως, ένα πολιτικό σύστημα βγαλμένο μέσα από τα σπάργανα της οικογενειοκρατίας και της «εξ επαγγέλματος» κομματοκρατίας δεν μπορεί να επιδιώξει τέτοιον εκσυγχρονισμό. Ούτε διαθέτει την αυτοπεποίθηση για να απελευθερώσει τις δυνάμεις της κοινωνίας στον απαιτούμενο βαθμό. Διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε μοιραία στην αυτοκατάργησή του. Εναπόκειται λοιπόν στην κοινωνία η λήψη των αναγκαίων πρωτοβουλιών, για να ανατραπεί η ιστορική νομοτέλεια που διαμορφώνεται ερήμην μας.