Μέσα στις πυκνές εξελίξεις με το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, δεν πήρε τα μερίδια δημοσιότητας που αρμόζουν μια προαναγγελία από την πλευρά της Εκκλησίας της Ελλάδος σε επίπεδο Αρχιεπισκόπου. Σύμφωνα με αυτή, ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας δεν θα παρευρεθεί στο εθιμοτυπικό γεύμα στην Προεδρία της Δημοκρατίας την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Επίσης, δεν θα παρευρεθεί -δεν έχει διευκρινισθεί τι θα κάνουν οι Μητροπολίτες στις περιοχές τους- στην παρέλαση για την 25η Μαρτίου. Με τον τρόπο αυτό θα επιδειχθεί με τον πλέον επίσημο και βροντώδη τρόπο η δυσαρέσκεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος στην ψήφιση του νόμου θεσμοποίησης του πολιτικού γάμου των ομοφύλων.
Είναι γνωστό ότι την Κυριακή της Ορθοδοξίας, στην αφετηρία της μεγάλης νηστείας, εορτάζεται επετειακά το τέλος της εικονομαχίας από την εποχή του Βυζαντίου. Ουσιαστικά με το εμβληματικό γεύμα αναδεικνύεται η σχέση σύμπνοιας πολιτείας – Εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά το παρελθόν ο βασιλιάς κάθε τέτοια ημέρα παρευρισκόταν στη Μητρόπολη των Αθηνών, όπου διάβαζε αυτός το «Πιστεύω», την ομολογία της πίστης, στην κυριακάτικη λειτουργία. Επί Μεταπολίτευσης το έθιμο αυτό ατόνησε από την Προεδρία της Δημοκρατίας. Έμεινε όμως ως συμβολισμός το γεύμα. Στην παρούσα φάση εξαιτίας και της στάσης Σακελλαροπούλου, μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, θα μπορούσε να λογίζεται ως εύλογη η μη προσέλευση από την πλευρά της Εκκλησίας στο γεύμα την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Αλλά όχι και στην παρέλαση για την εθνική απελευθέρωση στις 25 Μαρτίου. Ο ρόλος της Ελλαδικής Εκκλησίας ειδικά στην εθνικολαϊκή επανάσταση που οδήγησε στο νέο κράτος των Ελλήνων είναι τόσο στενός και οργανικός που καταλήγει ομοούσιος με αυτή. Η παρουσία της επίσημης Εκκλησίας στις εξέδρες των επισήμων σε όλη την Ελλάδα, και φυσικά στην Αθήνα, δεν είναι κατά παραχώρηση της πολιτείας. Αλλά αυτοδίκαιη. Ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να το σκεφθεί εκ νέου.