ΜΕΣΑ στα μηνύματα της εορταστικής περιόδου ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, θέλησε να στείλει και ένα συγκεκριμένο που αφορά τον ρυθμό του κυβερνητικού έργου. Σύμφωνα με αυτό ραγδαίες θα είναι οι αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις και ο εκσυγχρονισμός σε δομές του κράτους από τους πρώτους μήνες του 2024. Και αυτό είναι και εύλογο και ορθό. Θα ήταν μάλλον ατυχές και αναίτια δυσλειτουργικό να καθυστερήσουν οι αποφάσεις για νομοσχέδια και αλλαγές στη βάση των ευρωεκλογών του τέλους της άνοιξης. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι κρίσιμες νομοθετικές και κυβερνητικές πρωτοβουλίες θα αναβάλλονταν για το φθινόπωρο. Μια απολύτως λανθασμένη συνταγή διαχείρισης του χρόνου διακυβέρνησης. Αυτό το ενδεχόμενο το απέκλεισε με απολύτως ρητό τρόπο ο πρωθυπουργός.
ΜΠΟΡΕΙ για πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι εκλογική χρονιά, αφού οι κάλπες στην ευρωπαϊκή επικράτεια σε πολλές περιπτώσεις συσχετίζονται με κοινοβουλευτικές ή περιφερειακές εκλογές, αλλά στην Ελλάδα δεν ισχύει μια τέτοια συνθήκη. Η Ελλάδα κινείται στη βάση της πολιτικής σταθερότητας με ορίζοντα τον Ιούνιο του 2027 και με κυρίαρχη πολιτική δύναμη την κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία. Ταυτόχρονα η χώρα μας έχει τις δικές της, επείγουσες προτεραιότητες, που συναρτώνται με τις στρεβλώσεις που δημιούργησε η οκταετία των μνημονίων. Άρα ο χρόνος έχει μια ειδική αξία για την ανασυγκρότηση των δομών αλλά και την αποκατάσταση της τάξης των προβλεπόμενων για μια μέση ευρωπαϊκή χώρα εισοδημάτων.
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΣ του κ. Μητσοτάκη έχει θέσει ως σταθερό στόχο για το 2027 τη διαμόρφωση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ και του βασικού στα 950 ευρώ για τους Έλληνες. Τα καλά νέα από το τελευταίο Eurogroup του 2023 και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δίνουν το καλύτερο εφαλτήριο για συνεκτική εκτέλεση των πλάνων της κυβέρνησης τη χρονιά που άρχισε. Χωρίς εκλογικές αναταράξεις που θα υπάρξουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.