Είδαμε ότι στη Συνθήκη των Σεβρών ενσωματώθηκαν ρήτρες με βάση τις οποίες οι συμμαχικές χώρες ήταν υποχρεωμένες να επιβάλουν τους όρους στην Τουρκία. Βέβαια η Συνθήκη αυτή, για τη Γαλλία και την Ιταλία που την υπέγραψαν με όχι μεγάλη προθυμία, θεωρήθηκε ως αγγλοελληνική επιτυχία, έχοντας κοινή την πεποίθηση ότι τα ελληνικά και βρετανικά συμφέροντα συνέπιπταν.
Το σημείο μιας κάποιας διαφοροποίησης των Βρετανών ήταν οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 με τη νίκη των παλιών φιλογερμανικών πολιτικών δυνάμεων και η επαναφορά του Κωνσταντίνου Α΄ στον θρόνο. Παρ’ όλα αυτά, τόσο ο Λόιντ Τζορτζ όσο και ο υπουργός εξωτερικός λόρδος Κώρζον εμπόδισαν τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις να επιβάλουν άμεσα σκληρά μέτρα κατά την νέας ελληνικής κυβέρνησης. Δηλαδή να διακοπούν οι διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα, να σταματήσει η οικονομική βοήθεια και να μην επιτραπεί στους Έλληνες να διατηρούν υπό τον έλεγχό τους κρίσιμες στρατιωτικές θέσεις και εντέλει να εκδιωχθούν από τη Μικρά Ασία και τα νησιά.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος
Η βρετανική πλευρά υποστήριξε ότι οι Σύμμαχοι είχαν κάποιες υποχρεώσεις προς την Ελλάδα και ότι, εάν επέστρεφε ο Κωνσταντίνος, θα έπρεπε να του δώσουν την ευκαιρία να παραμείνει πιστός στις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις του προηγούμενου βενιζελικού καθεστώτος.
Ο Λόιντ Τζορτζ αντιτάχθηκε στη Γαλλία, όταν στις 20 Νοεμβρίου (3 Δεκεμβρίου με το νέο) πρότεινε να δοθεί η Σμύρνη στον Μουσταφά Κεμάλ. Όμως, συμφώνησε στο να εκδοθεί μια κοινή προειδοποίηση στην Ελλάδα από όλους τους Συμμάχους ότι ως πρώτο βήμα αντίδρασης στην πολιτική επαναφοράς στον θρόνο του Κωνσταντίνου θα διέκοπταν κάθε οικονομική βοήθεια. Όπως γράφει ο Douglas Dakin: «Δίνοντας τη συγκατάθεσή του σε αυτό το μέτρο, ο Λόιντ Τζορτζ έχανε μάλλον παρά κέρδιζε. Στο εξής δεν έκανε τίποτα για τους Έλληνες, στους οποίους είχε στηρίξει τη μεσανατολική πολιτική του. Και έμειναν ο λόρδος Κώρζον και το Φόρειν Όφις για να τους υπερασπιστούν όσο καλύτερα μπορούσαν».
Ο Βενιζέλος, παρά την υπερορία όπου βρέθηκε μετά τις εκλογές, παρότρυνε τους Βρετανούς να υποστηρίξουν έστω τον Κωνσταντίνο αντί να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, αλλά ο Λόιντ Τζορτζ επέλεξε την αποστασιοποίηση και την υπόδειξη προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένη για μια συμβιβαστική λύση με παραχωρήσεις προς τον Κεμάλ.
Πιθανότατα η στάση του Λόιντ Τζορτζ να υπαγορεύτηκε από τις εσωτερικές αντιδράσεις μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, από οικονομικούς παράγοντες του Λονδίνου, αλλά και όσους διαχειρίζονταν τα ζητήματα των αποικιών (υπουργεία Πολέμου και των Ινδιών) που φοβούνταν μια κινητοποίηση των μουσουλμάνων υπέρ του Χαλιφάτου και του Μουσταφά Κεμάλ.
Σε αυτή την κατηγορία των αντιδρώντων στην πολιτική του Λόιντ Τζορτζ ανήκε και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος σε υπόμνημα που συνέταξε τον Δεκέμβριο του 1920 έγραφε: «…εμείς (οι Βρετανοί) πρέπει να εγκαινιάσουμε και με σταθερότητα και συνέπεια να ακολουθήσουμε πολιτική φιλίας με την (κεμαλική) Τουρκία». Επίσης, υπήρξε και η πίεση από τους Εργατικούς, που ήταν ενάντια σε κάθε προοπτική νέου πολέμου και επιστράτευσης. Πάντως, ο Λόιντ Τζορτζ προσπαθούσε να επιτύχει την έμμεση οικονομική βοήθεια της Ελλάδας.
Οι προσπάθειες αυτές όμως προσέκρουαν στην αντίδραση του υπουργικού συμβουλίου που διέβλεπε τον κίνδυνο δημιουργίας περιπλοκών στις σχέσεις της Βρετανίας με τους υπόλοιπους συμμάχους. Η μόνη από τις συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο, που μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έδινε μια άτυπη υποστήριξη στην ελληνική πλευρά ευελπιστώντας σε στρατιωτική νίκη, χωρίς όμως παράλληλα να τη συνοδεύει με ουσιαστική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, ήταν η Μεγάλη Βρετανία.
Όλες αυτές οι μεταβολές ευνοήθηκαν από την πολιτική αλλαγή της Ελλάδας, που μάλλον έδωσε τα επιχειρήματα σε όσους διαφωνούσαν με τις ρυθμίσεις αυτές. Μετά τη Διάσκεψη του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1921 όπου διαφάνηκε η αλλαγή της στάσης των Συμμάχων, οι Έλληνες αποφάσισαν την στρατιωτική επιχείρηση για την κατάληψη της Άγκυρας, η οποία όμως δεν θα ευοδωθεί.
Την επομένη της Διάσκεψης, η Ιταλία και η Γαλλία έκαναν μια στροφή 180 μοιρών, περιφρονώντας κατάφωρα τις υπογραφές τους, και επιδίωξαν τη στρατιωτική ενίσχυση του Κεμάλ ώστε με τη στρατιωτική νίκη επί των Ελλήνων να μειώσουν τα γεωπολιτικά κέρδη της Μεγάλης Βρετανίας.
Έτσι η Ελλάδα αντιμετωπίζοντας από τη μια την ανοιχτή εχθρότητα της Ιταλίας και της Γαλλίας και από την άλλη την ουδετερότητα της Μεγάλης Βρετανίας, αντιμετώπισε μόνη της τον κεμαλικό στρατό, ο οποίος εφοδιάζονταν αφειδώς από τους Σοβιετικούς, τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Οι Βρετανοί βεβαίως, παρόλη την ουδετεροποίησή τους, συνέχιζαν να ελπίζουν σε μια ελληνική στρατιωτική νίκη, όπως φάνηκε από τις συνομιλίες Γούναρη – Κώρζον τον Φεβρουάριο του 1922.
Πάντως και οι τρεις συμμαχικές χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) απέρριψαν το αγωνιώδες αίτημα των Μικρασιατών για δημιουργία αυτόνομου μικρασιατικού κράτους με πρωτεύουσα τη Σμύρνη. Απείλησαν δε με ένοπλη αντιμετώπιση, στην περίπτωση που ο ελληνικός στρατός επιχειρούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη.
Τελευταία προσπάθεια
Η τελευταία θετική προσπάθεια του Λόιντ Τζορτζ ήταν η προθυμία του για ένοπλη αντιπαράθεση με τον κεμαλικό στρατό τον Σεπτέμβριο του 1922, όταν αυτός είχε πλησιάσει την ουδέτερη ζώνη των Στενών με εμφανή πρόθεση να την καταλάβει ώστε να φτάσει έως τις ασιατικές ακτές της Προποντίδας. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί που βρίσκονταν στη ζώνη ήταν σύμμαχοι των κεμαλικών και η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να αμυνθεί ήταν οι βρετανικές φρουρές. Ο Ρsomiades αναφέρει ότι στις 19 Σεπτεμβρίου του 1922 η Βρετανία κάλεσε τους συμμάχους της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να αναλάβουν κοινή στρατιωτική δράση απέναντι στους Τούρκους.