Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ PISA οργανώνεται από τον διεθνή Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και αφορά την αξιολόγηση εκπαιδευτικών συστημάτων και του παραγόμενου αποτυπώματός τους. Στον φετινό διαγωνισμό συμμετείχαν μαθητές από 38 χώρες και από την Ελλάδα 6.430 σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά, που αναλογικά αντιπροσωπεύουν περίπου 98.100 μαθητές. Ο διαγωνισμός του ΟΟΣΑ κινείται σε τρία πεδία: Της κατανόησης κειμένου, των Μαθηματικών και των Φυσικών Επιστημών.
ΤΑ ΦΕΤΙΝΑ αποτελέσματα για την Ελλάδα είναι κάτω της βάσης του 5 για τη βαθμολογία του Οργανισμού. Πρόκειται για μια ισχυρή απογοήτευση, αφού οι Έλληνες μαθητές τα πήγαν χειρότερα και από τα επίσης απογοητευτικά αποτελέσματα στον προηγούμενο διαγωνισμό του 2018. Είναι γελοίο αλλά συμβαίνει. Οι καθηγητές και οι δάσκαλοι, μέσω των συνδικαλιστικών τους οργάνων, συνηθίζουν να αποδομούν τον διαγωνισμό PISA, να επιτίθενται με ανακοινώσεις στον ΟΟΣΑ και ούτω καθεξής. Η Ελλάδα κινήθηκε πιο υψηλά στην επίδοση των μαθητών της μόνον σε σχέση με τις χώρες των Βαλκανίων και του Καυκάσου. Με τη μόνη διαφορά ότι η χώρα μας εντάσσεται στον πυρήνα της παλαιάς Δυτικής Ευρώπης και υπάρχουν άλλα, πιο απαιτητικά, δεδομένα για το εκπαιδευτικό της σύστημα.
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ που δρομολογούνται με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και τα νέα προγράμματα σπουδών μπορεί και να δώσουν καλύτερα αποτελέσματα στον επόμενο διαγωνισμό PISA σε τέσσερα χρόνια, όμως, επί του παρόντος… κυριολεκτικά έρεβος. Σε μια χώρα που ξοδεύονται πολύ σημαντικά κονδύλια στο μέσο νοικοκυριό για τις σπουδές, τα φροντιστήρια και τις δεξιότητες των παιδιών η αποτυχία είναι καταλυτική. Προφανώς, τα αριστερά και τα συντεχνιακά σύνδρομα και οι αγκυλώσεις, το έλλειμμα αξιολόγησης και το σύμπλεγμα της ισοπέδωσης κάτω από τη βάση του 5 επιφέρουν αυτή την καταστροφή. Είναι φανερό ότι πρέπει να γίνει μια σοβαρή, ποιοτική, συζήτηση για την Παιδεία και όχι μόνον για τα κονδύλια της…