Κυριακή 8 Μαΐου, ώρα 11η πρωινή… O Γιώργος Ζαµπέτας ήταν η ψυχή του συγκροτήµατος. Είχε το γενικό πρόσταγµα. O κιθαρίστας Σπύρος Πιπεράκης ρύθµιζε τις λεπτοµέρειες της ορχήστρας. Εγώ µε τον Τόλη Χαρµαντά τραγουδούσαµε. Και ο κορυφαίος Μάνος Χατζιδάκις παρακολουθούσε την τελευταία µας πρόβα. Το βράδυ έπρεπε να ήµαστε τέλειοι στο µεγάλο γλέντι, στη σάλα του “Carlton”». H Αννα Χρυσάφη, µια από τις διάσηµες φωνές του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού, µε ιδιαίτερο στιλ και ισχυρή µνήµη, µας αφηγήθηκε και ζωντάνεψε παλιές, ένδοξες στιγµές που έζησε στη λαϊκή µουσική σκηνή. Στάθηκε ιδιαίτερα σε εκείνη την «ελληνική βραδιά, τον θρίαµβο του ελληνικού κινηµατογράφου», το 13ο ∆ιεθνές Φεστιβάλ Κανών, µε το «Ποτέ την Κυριακή» και τα περίφηµα «Παιδιά του Πειραιά», που κατέκτησαν τον κόσµο ολόκληρο.
«Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό, στην πρόβα της ορχήστρας, ήρθε καθώς τραγουδούσα η Μελίνα Μερκούρη. Ωραία όσο ποτέ. Ετσι την είδαµε όλοι µας. Ισως είχαµε επηρεαστεί από τη λάµψη του θριάµβου. Ηταν ντυµένη σπορ. Φορούσε ένα ψαράδικο µπλε παντελόνι, κόκκινο πουκάµισο και µια µεγάλη ψάθινη καπελίνα. Κάθισε κοντά µας, τραγούδησε λίγο και διασκέδασε πολύ µε τα αστεία του Ζαµπέτα. O µεγάλος χαµός έγινε βέβαια το βράδυ. Τέτοιο γλέντι σαν κι αυτό στις Κάνες δεν έχω ξαναδεί στη ζωή µου».
Μεγάλες στιγµές σαν και αυτήν η Αννα Χρυσάφη (το γένος Ορφανίδη) έζησε πολλές, επί σχεδόν 50 χρόνια, κοντά σε ένα δικό της κοινό, αλλά και πλάι στους µεγάλους του λαϊκού τραγουδιού, τους Σπύρο Περιστέρη, Γιώργο Μητσάκη, Βασίλη Τσιτσάνη, Μανώλη Χιώτη, ∆ηµήτρη Γκόγκο, Στέλιο Κηροµύτη και άλλους. Τα τραγούδια της ήταν περίπου 200 και οι επιτυχίες της µεγάλες: «Το δαχτυλίδι», «Απόψε είναι για φιλιά», «Μια
γυναίκα, δύο άντρες», του Μητσάκη, «O τσολιάς», «Μπαρµπαριά», «Καΐκι µου, Αϊ-Νικόλα», του Τσιτσάνη, «Το κορίτσι απόψε θέλει», του Γιάννη Τατασόπουλου, και δεκάδες άλλα.
Πέρα από τη συνεργασία της µε τους µεγάλους λαϊκούς συνθέτες και την αγάπη του κοινού, η Αννα Χρυσάφη είχε και πολλά παράπονα: «Με άφησαν έξω από τη δισκογραφία (…) πρώτος απ’ όλους ο Μητσάκης. Το “∆αχτυλίδι” το έλεγα εγώ επί έναν χρόνο από το πάλκο του “Ρoσινιόλ” και, µετά, όταν ήρθε η ώρα για το στούντιο, το πρόσφερε στην Πόλυ Πάνου. Το ίδιο έγινε και µε άλλους συνθέτες. Τα έλεγα εγώ τα τραγούδια τους στο πάλκο και µετά, αφού γνονταν γνωστά στον κόσµο, τα γύριζαν δίσκους µε άλλους τραγουδιστές. Εχω γι’ αυτό ένα µεγάλο παράπονο, που δεν µου φεύγει ποτέ».

H ζωή της ήταν δεµένη µε τη µουσική και το τραγούδι από την… κούνια της, από τότε που κατάλαβε τον εαυτό της. Να, πώς τα διηγήθηκε η ίδια: «Οι γονείς µου ήταν Μικρασιάτες. H µητέρα µου καταγόταν από τον Τσεσµέ και ο πατέρας µου από την Κωνσταντινούπολη. Επαιζε
σαντούρι και µε αυτό µας µεγάλωσε. Ο αδελφός µου ο µεγάλος έπαιζε βιολί και ο µικρότερος κιθάρα. Πριν από τον πόλεµο του ’40 µέναµε στον Πειραιά. Τότε υπήρχε φτώχεια. Ο αδελφός µου τραγουδούσε, γυρνούσε στα µαγαζιά και στις πλατείες µε το πιατάκι για να µαζέψει χρήµατα.
Ολη η οικογένεια ήµασταν µουσικοί και τραγουδιστές. Οπως και οι οικογένειες των γονιών µου. Εγώ, όταν βγήκα στο τραγούδι, είχα ήδη τελειώσει τη σχολή µόδας του Τσοπανέλη. Ηµουν µοδίστρα και δούλευα στα καλύτερα σπίτια της Αθήνας. Να σας πω µόνον ότι έραβα για την αείµνηστη Σοφία Παπανδρέου, τη µητέρα του Ανδρέα, όπως και για άλλες κυρίες στο Κολωνάκι. Εκεί γνώρισα και τον άντρα µου, τον Φώτη, που ήταν φούρναρης».

H συγκίνησή της δεν κρυβόταν όταν µιλούσε για τα παιδικά της χρόνια: «Θυµάµαι ότι σε ηλικία 12-13 ετών ξυπνούσα µε τους ήχους από το σαντούρι. Κάθε πρωί ο πατέρας µου το κούρδιζε και µου άρεσε πολύ να το ακούω, όπως µου άρεσε και η δουλειά µου, η µοδιστρική. Αυτό που δεν µου άρεσε καθόλου ήταν τα γράµµατα. Με το ζόρι τελείωσα το σχολείο. Ετρωγα ξύλο για να πηγαίνω. Μέναµε στο κέντρο του Πειραιά, στο ∆ηµοτικό Θέατρο, στην οδό Ευριπίδου. Εκεί έζησα µέχρι τα 15 µου χρόνια. Μετά πήγαµε στο Χατζηκυριάκειο. Το σχολείο δεν µου άρεσε. H µητέρα µου µε έστελνε στη θεία µου, που κατοικούσε ακριβώς απέναντι από το δικό µας σπίτι. Η µία εξαδέλφη µου ήταν πολύ καλή µοδίστρα και η άλλη οδοντίατρος. Αυτή µε διάβαζε, όµως εγώ συνεχώς σηκωνόµουν. Εφευγα από το τραπέζι όπου µελετούσα και η θεία µου µού τραβούσε το αυτί µέχρι που έτρεχε αίµα: “Παλιοκόριτσο”, µου έλεγε, “µη µείνεις αγράµµατη κι εσύ σαν τη µάνα σου”. Εγώ καθόµουν κάτω από το τραπέζι και έκοβα χαρτιά µε το ψαλίδι, προσπαθώντας να φτιάξω ρούχα. Ετσι ασχολήθηκα µε τη ραπτική. Στη Σχολή Τσοπανέλη πήγα το 1938, αφού τελείωσα το ∆ηµοτικό. O πατέρας µου µε πήγαινε και µε έφερνε. Τελείωσα τη σχολή και άρχισα τη δουλειά. Καµιά φορά άνοιγα το ραδιόφωνο και άκουγα τη Μαρίκα Νίνου, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τη Σωτηρία Μπέλλου. Τις άκουγα χωρίς να ζηλεύω, όµως κάτι µέσα µου σιγά σιγά άλλαζε».
Ούτε ποτό ούτε τσιγάρο
Με τον άνδρα της γνωρίστηκε στον πόλεµο, το 1942, πριν βγει στο τραγούδι. Στη ζωή της, όπως έλεγε, δεν έχει πιει αλκοόλ, ούτε έχει καπνίσει ποτέ. Πήρε αυτές τις αρχές από το σπίτι της. Αργότερα, όταν βγήκε στο τραγούδι, ήταν πάντα στο πλάι της ο άνδρας της.
«Οταν παντρευτήκαµε, µείναµε στο Παγκράτι. Απέναντι από το σπίτι µου ήταν µια ταβέρνα. O άν δρας µου γνώρισε τον Βαγγέλη Γρυπάρη. Ηταν, λοιπόν, θυµάµαι, του Ευαγγελισµού και ο Βαγγέλης γιόρταζε. Μας κάλεσαν στο σπίτι του στην Καλλιθέα. Ολοι τραγουδούσαν, εκτός από µένα. Κάποια στιγµή, ο Βαγγέλης λέει στον άνδρα µου: “Φώτη, ας τραγουδήσει η Αννα”. Είπα ένα κεφαλονίτικο, γιατί ο άνδρας µου
είναι από την Κεφαλονιά. O Γρυπάρης µε άκουσε και είπε ότι έχω θαυµάσιο µέταλλο φωνής. Την εποµένη, τηλεφωνεί στον άνδρα µου και του λέει: “Φώτη, σκέφτηκα να γράψω ένα τραγούδι και να το πει η γυναίκα σου”. Το άκουσα, αλλά δεν το πίστεψα. Οπως δεν το πίστεψα και τις επόµενες µέρες. Μέχρι που σχεδόν µου το επέβαλε: “Αννα, αυτή η δουλειά έχει ψωµί. Πάµε τουλάχιστον να σε ακούσουν”. ∆εν αρνήθηκα και
έτσι πήγαµε. Αυτό έγινε το 1949. Είδαµε τον Μίνωα Μάτσα και αυτός µε πήγε στον Περιστέρη για να µε ακούσει. Ηταν, βλέπετε, ο µαέστρος της εταιρείας».

Εκείνο το µεσηµέρι η Αννα Χρυσάφη είπε το τραγούδι που της έµαθε ο Γρυπάρης. «Εντάξει, εντάξει», έκανε ο Περιστέρης
όταν την άκουσε. Εκείνη όµως παρατήρησε µια λεπτοµέρεια. O Περιστέρης έκλεισε µε νόηµα το µάτι στον M. Μάτσα. Αυτό ήταν το ξεκίνηµα για την Αννα στο λαϊκό τραγούδι: «Τότε ο Μάτσας µε κάλεσε στο γραφείο του και µε ρώτησε: “Κυρία Χρυσάφη, αυτό είναι το καλλιτεχνικό σας όνοµα;”. Του είπα ότι είναι το όνοµα του άνδρα µου κι εκείνος µου έδωσε ένα χαρτί λέγοντάς µου: “Υπογράψτε εδώ”. Εµεινα µε ανοιχτό το στόµα. “Τι να υπογράψω, κύριε Μάτσα;” ρώτησα. “Το συµβόλαιό σας”, µου απάντησε εκείνος και πρόσθεσε: “Μου αρέσει πολύ η φωνή σας, κι εµένα και του Περιστέρη”. Κάνουµε, λοιπόν, το συµβόλαιο και φεύγω. Μετά από µία εβδοµάδα µε παίρνουν τηλέφωνο και µου λένε ότι έχω ηχοληψία µε το τραγούδι του Γρυπάρη. Λέω το τραγούδι, µε τον άνδρα µου να κάνει σιγόντο. Τίτλος του: “Μην παρατραβάς το σχοινί, θα σπάσει όπως πας”. Ηταν ο πρώτος µου δίσκος, το 1949».
Tην ηµέρα που ηχογράφησε εκείνο το πρώτο της τραγούδι, είχε σειρά στο στούντιο ο Μανώλης Χιώτης. Την άκουσε όσο περίµενε και πήγε αµέσως στον Μάτσα. H φωνή της κοπέλας τού άρεσε πολύ και ρωτούσε να µάθει ποια είναι. O Μάτσας, βέβαια, του απάντησε πως ήταν µια µοδιστρούλα που ηχογραφούσε ένα τραγούδι και, αν πιάσει, έπιασε. Τότε ο Μανώλης Χιώτης µπαίνει στο στούντιο, την αγκαλιάζει και τη φιλάει. ∆ίπλα ο άνδρας της και ο Περιστέρης κοιτούσαν µε έκπληξη. «
Ο Χιώτης», συνεχίζει η Αννα Χρυσάφη, «µου είπε ότι η φωνή µου του άρεσε πολύ και µε ρώτησε αν ήθελα να πούµε µαζί ένα τραγούδι του. Μου έδωσε το “Στα µπουζούκια θα τα σπάσω”. Εκανα δέκα µέρες να µάθω τα λόγια, γιατί είχα µεγάλο τρακ». Το τραγούδι ηχογραφήθηκε, κυκλοφόρησε και είχε µεγάλη επιτυχία. O Μανώλης Χιώτης έκανε σιγόντο και τη συνόδευσε µε την ορχήστρα και το µπουζούκι του.
H Αννα Χρυσάφη ηχογράφησε και άλλα τραγούδια του Μανώλη Χιώτη µε τον Τάκη Μπίνη. Λίγο αργότερα γύρισε σε δίσκο και µια σύνθεση του Περιστέρη µε τίτλο «Στον καφέ µού το ’χουν πει». Καλό τραγούδι, ποιοτικό, αλλά δεν έπιασε. Ev τω µεταξύ, ήδη µε τα πρώτα κοµµάτια του Μανώλη Χιώτη το όνοµα της Χρυσάφη κυκλοφορούσε στη µεγάλη «πιάτσα» του λαϊκού τραγουδιού.
Κυριακάτικη Απογευματινή