Οι τρεις λαϊκοί χορευτές Γιώργος Προβιάς, Θόδωρος Καλπ α ξ ί δ η ς , ∆ ή µ ο ς Αµπατζόγλου µετείχαν πλέον στο συγκρότηµα του Θεοδωράκη, που έδινε συναυλίες εντός και εκτός Αθηνών. H παράσταση που ποτέ δεν ξέχασαν και τη θεωρούσαν µία από τις πιο ποιοτικές δουλειές τους ήταν η λαϊκή όπερα «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», που ανέβηκε στα τέλη του 1962 στο θέατρο «Κοτοπούλη». O Γιώργος Προβιάς µας περιέγραψε έντονες στιγµές και παρασκήνιο:
«Τα χορογραφικά είχε αναλάβει η Ραλλού Μάνου. Εµείς µπαίναµε σ’ έναν δύσκολο χώρο. Επρεπε να δώσουµε όλον τον εαυτό µας. Εδώ δεν ήταν “Κήπος του Αλλάχ”, δεν ήταν ξενοδοχείο στις Κάνες. Είχαµε να κάνουµε µε ένα έργο συγκλονιστικό, του Μίκη. Μια παράσταση που µιλούσε για τον Εµφύλιο: “∆υο γιους είχες, µανούλα µου, δυο δέντρα, δυο ποτάµια”. Μας πήγαν στη σχολή χορού, όπου δεν είχε ούτε καρέκλες. Ηµασταν µαθηµένοι αλλιώς, στιλ καφενείου και ταβέρνας. Με τα κρασάκια µας, τα µεζεδάκια µας και τα τοιαύτα. Τη στιγµή που η Ραλλού Μάνου έκανε την κεντρική χορογραφία στο “∆οξαστικό” (“Ενωθείτε βράχια βράχια, ενωθείτε χέρια χέρια”) ήταν καµιά σαρανταριά παλικάρια και κοπέλες από τη Γυµναστική Ακαδηµία. Μας κάλεσαν να βγούµε κι εµείς, αλλά ντρεπόµασταν. Λέει λοιπόν ο ∆ήµος: “Κυρά Ραλλού”, λες και ήταν η γειτόνισσα, “εµείς πίνουµε κρασάκι”. “Ναι, ρε παιδιά, συγχρόνως κάθε µέρα θα σας φτιάχνω κεφτεδάκια και θα σας κερνάω κρασάκι”. Μας έβαζε ένα τραπεζοµάντιλο µε τα σκευάσµατα, το ’στρωνε κάτω και µας περίµεναν όλοι οι άλλοι, ώσπου να φάµε, να πιούµε και να βγούµε να χορέψουµε. Γιατί ήµασταν το γνήσιο, δεν είχαµε κάνει σχολή εµείς. Τα πόδια µας γίνανε γερά από µόνα τους, από τη ζωή, και πετυχαίναµε κάποια πράγµατα που χρειάζονταν 10 χρόνια σχολή».

«Είχε µεγάλη επιτυχία, που λες, ο “Νεκρός αδελφός”, όπου οι χορευτές ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές της λαϊκής όπερας.
∆εν πρέπει να ξεχάσω», συνέχισε ο Γ. Προβιάς, «ότι επί 2 µήνες που κάναµε όλοι πρόβα γνωριστήκαµε µεταξύ µας και ο Γιάννης Μέτσης και ο Σπύρος Βασιλείου και όλοι αυτοί είπαν ότι χρειάζεται να βάλουµε µέικ απ, λόγω προβολέων. Για να µην είναι σκληρά τα πρόσωπα. Εγώ δεν χρειαζόµουν γιατί ήµουν κατάµαυρος από τα µπετά».
Φάρος ελπίδας
H λάµψη της νιότης και του λαϊκού χορού στις σκηνές των αθηναϊκών θεάτρων και στο λαϊκό πάλκο του 1960, την εποχή της γόνιµης πνευµατικής και καλλιτεχνικής δηµιουργίας, µέσα από την απλότητα της χειµαρρώδους αφήγησης του Γιώργου Προβιά και του ∆ήµου Αµπατζόγλου, φαντάζουν σήµερα σαν ένας φάρος ελπίδας και προσωρινής εκτόνωσης σε µια εποχή µε ροµπότ, µε ζωή προκάτ, όπου η τηλεόραση, οι πολυεθνικές, τα πάσης φύσεως σουπερµάρκετ εξουσιάζουν τα πάντα. O Γιώργος Προβιάς, µε τον µπλε µπερέ και το γαλήνιο πρόσωπο, και ο ∆ήµος Αµπατζόγλου, µε τον κόκκινο σκούφο και το πλατύ χαµόγελο, µια ζωή δηµιουργούσαν. «Φτάνει µόνο µια ζεϊµπεκιά, ένα σινιάλο και ο κόσµος όλος γίνεται Αιγάλεω, γίνεται Ελλάδα, γεννηµένη από την κίνηση του κορµιού ενός ρεµπέτη που σε κοιτάζει στα µάτια και σε καλεί µε το χτύπηµα των χεριών του να χορέψεις ρυθµούς που αυτός ορίζει, ρυθµούς ιερούς και νόµους απαράβατους σαν της µάνας την αγάπη που του πρωτοχόρεψε».
Τα χασαποσέρβικα
Ωρα µηδέν στο Αιγάλεω, σ’ ένα άλλο κουτούκι, όπου µετακοµίσαµε από το καπηλειό της Κεντρικής Αγοράς της Αθήνας. Εδώ ο Προβιάς και ο ∆ήµος «έπαιζαν» πιο ανοιχτά, πιο καθαρά, στην «έδρα» τους. O χορός των αναµνήσεων είχε πιο γρήγορους ρυθµούς από τον Γιώργο. Ετρεχε για να µας θυµίσει περισσότερα, λες και χόρευε χασαποσέρβικο. «Ενα βράδυ, µας ήθελε νωρίς ο Χιώτης στα “Ηλιοβασιλέµατα”. Ηταν το ’63 ή το ’62, καλοκαίρι, και συζητάνε µ’ έναν υπουργό. ∆εν τα ’χα καλά µε τους υπουργούς και δεν τα ’χω ακόµη. ∆εν την πάω την εξουσία, είµαι για τον λαό». Παράλληλα µε τον «Νεκρό αδελφό», το χορευτικό τρίο του Αιγάλεω εµφανιζόταν στην «Τριάνα του Χειλά», µε τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, και στα «Ηλιοβασιλέµατα», µε τον Χιώτη και τη Λίντα.
Στο τελευταίο µαγαζί ήρθε η δελεαστική πρόταση στον Προβιά να αναλάβει τον Αντονι Κουίν, να του µάθει συρτάκι για να χορέψει στην ταινία «Ζορµπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη, µε µουσική Μίκη Θεοδωράκη. O διάσηµος ηθοποιός διδάχτηκε τη χορογραφία από τον Προβιά, ο οποίος όµως δεν χόρεψε στην ταινία. Του έκλεψαν τη δόξα ο Χιώτης και ο ιδιοκτήτης του κέντρου «Ηλιοβασιλέµατα»…

«Με πήραν στα Χανιά µε τον Αντονι Κουίν, τον Αλαν Μπέιτς και ένα συγκρότηµα τεχνικών για τα γυρίσµατα του “Ζορµπά”. Ηταν καλοκαίρι του 1963. O Χιώτης, ο ιδιοκτήτης του κέντρου “Ηλιοβασιλέµατα”, και ο Σπέντζος (κινηµατογραφικός παραγωγός) είχαν κάνει κάποιες συµφωνίες πίσω από την πλάτη µου. Εγώ δεν ήµουν µπροστά. Ηθελαν να µένω µε τους ξένους πέντε µέρες την εβδοµάδα στην Κρήτη και δύο ηµέρες να επιστρέφω στα ‘‘Ηλιοβασιλέµατα” για να χορεύω».
Το κέντρο και o Χιώτης ζήτησαν αποζηµίωση (για µένα) για δύο µήνες που θα απουσίαζα για τα γυρίσµατα της ταινίας στην Κρήτη. «Στα Χανιά», συνέχισε ο
Γιώργος Προβιάς, «είχαµε γίνει φίλοι µε τον Κουίν, τον Μπέιτς και όλους τους τεχνικούς. Πίναµε, τρώγαµε, χορεύαµε, κάναµε κέφι. Οταν ήρθαν στην Αθήνα,
κάπου 30 άτοµα, γλέντησαν στα “Ηλιοβασιλέµατα”, αλλά απογοητεύθηκαν όλοι όταν πληροφορήθηκαν ότι δεν θα συνέχιζα µαζί τους έως την ολοκλήρωση των γυρισµάτων της ταινίας, ούτε στο γύρισµα ενός “ζουρνάλ” που θα προβαλλόταν πριν από την ταινία µε θέµα τον λαϊκό χορό και τη διασκέδαση στην Ελλάδα».
Το παράπονο του Γιώργου Προβιά ήταν µεγάλο και διπλό, όπως είπε: «Εχασα τη µεγάλη ευκαιρία να µπει το όνοµά µου στην ταινία ως χορογράφου, αλλά παράλληλα ο Κουίν, ο Κακογιάννης και ο Θεοδωράκης θύµωσαν µαζί µου γιατί τους άφησα στη µέση. Εγώ όµως δεν έφταιγα. O Χιώτης έκανε τη ζηµιά, που ζήτησε αυτή την απίθανη αποζηµίωση των 60.000 δραχµών».
Εκτός από τον Κουίν, στην Κρήτη τότε ήταν µαζί του δύο νέοι Ελληνες ηθοποιοί, ο Τάκης Εµµανουήλ και η Ελένη Ανουσάκη. Τα παράπονα του Γιώργου Προβιά µε την ιστορία των γυρισµάτων του «Ζορµπά» είχαν και ένα αντίβαρο, όπως µας είπε: «Ο Κουίν µε γούσταρε! Οσο καιρό ήµασταν στην Κρήτη και του µάθαινα να χορεύει συρτάκι, µου ζητούσε ζεϊµπέκικο και χασάπικο. Κι εγώ δεν του χάλασα χατίρι. Του τα έµαθα όλα. Εγώ όµως ένιωσα την πιο µεγάλη ικανοποίηση γιατί µαθαίνοντας συρτάκι στον Αντονι Κουίν και στους άλλους ηθοποιούς, που έπαιζαν στην ταινία, έκανα όλη την Υδρόγειο να χοροπηδάει σε ελληνικό ρυθµό».

O Γιώργος Προβιάς θεωρεί πως οι καλύτερες στιγµές στην καριέρα τους ως λαϊκού χορευτικού τρίο ήταν η συµµετοχή τους στις παραστάσεις που έδωσε το συγκρότηµα του Καζαντζίδη στην Αµερική και στην Αυστραλία. «Χορέψαµε 10 βράδια πάνω στη σκηνή του “Carnegie Hall”, από τα πιο διάσηµα θέατρα στον κόσµο. Χορέψαµε ζεϊµπέκικο, χασάπικο και καρσιλαµά», είπε ο Προβιάς και συνέχισε: «Χάλασε ο κόσµος εκείνα τα βράδια. Στο ακροατήριο δεν ήταν µόνο
Ελληνες µετανάστες, αλλά και πολλοί Αµερικανοί. Το µπιζάρισµα ήταν µόνιµη κατάσταση για µας, εκεί µέσα στο “Carnegie Hall”».
H περιοδεία του Καζαντζίδη στην Αµερική είχε άσχηµο τέλος, γιατί οι Ελληνοαµερικανοί µάνατζερ δεν τήρησαν τις συµφωνίες που είχαν µαζί του και «έκλεψαν» σχεδόν την αµοιβή του, αν και οι εισπράξεις από τις συναυλίες ήταν πάνω από το αναµενόµενο. Μετά την Αµερική επιστροφή στην Ελλάδα, νέες εµφανίσεις στην «Τριάνα» και από κει µεγάλη τουρνέ στη ∆υτική Γερµανία, µε τον Καζαντζίδη. Κοντά τους η Μαρινέλλα, ο Νικολόπουλος, ο Ιατρού, ο Μάριος και άλλοι καλλιτέχνες. Μεγάλη υποδοχή, συναυλίες, παραστάσεις και παραλήρηµα από χιλιάδες µετανάστες. «Ο γυρισµός στην Ελλάδα έγινε µε τρένο», είπαν ο ∆ήµος και
ο Προβιάς, επισηµαίνοντας ότι ο Καζαντζίδης δεν έµπαινε εύκολα σε αεροπλάνο έπειτα από µια πολύ άσχηµη πτήση στην επιστροφή τους από την Αµερική. Τον Μάρτιο του 1963 ο Στέλιος Καζαντζίδης αποχώρησε οριστικά από το πάλκο:
«Ηταν κάτι το οποίο µας ξάφνιασε και µας λύπησε όλους. Εµείς προς στιγµήν χάσαµε τον µπούσουλα», λέει ο Προβιάς. Το λαϊκό τρίο χώρισε το 1967, όταν εµφανιζόταν στο κέντρο «Κουίντα» του Μπάµπη Μουτσάτσου, στη Φωκίωνος Νέγρη. O Προβιάς αποχώρησε και εµφανίστηκε στη «Σπηλιά του Παρασκευά» στην Καστέλα, όπου τραγουδούσαν ο Μπιθικώτσης και η Μάριον Σίβα: «Κρατούσα όλο το χορευτικό µόνος µου. Χόρευα σόλο και τον “Ζορµπά”, ενώ στο χασάπικο είχα τη Μάριον Σίβα. O Μπιθικώτσης», τονίζει, «µου στάθηκε. Οπως και ο Ζαµπέτας, που ήταν πατέρας και αδελφός µου. Τους αγαπώ και τους παραδέχοµαι».

Οι αναµνήσεις από τον χορό και τη ζωή τους δεν είχαν τελειωµό. O ∆ήµος ζωντάνευε στιγµές από περιοδείες τους µετά το 1967. Στις Κάνες όπου χόρεψαν στα γυρίσµατα της ταινίας για τη ζωή του Ωνάση, στον καθεδρικό ναό του Ντόρτµουντ, όπου ο Ζαµπέτας έπαιξε µπουζούκι µέσα στο ιερό (!) και οι δυο τους χόρεψαν χασάπικο. Στο Ντουµπάι, στο Μπαχρέιν, στο Αµπου Ντάµπι και στο Κουβέιτ. Εκεί το συρτάκι πήρε κι έδωσε µπροστά στους σεΐχηδες. Στις Αλπεις, σε γάµο Σαουδάραβα µε Αιγύπτια, στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Και στην Ελλάδα, πρωταγωνιστές του χορού σε πολλές ταινίες.
Εως το 1976. Μετά, ο ∆ήµος έκανε τρίο µε τ’ αδέλφια του, τον Τάσο και τον Ιορδάνη… Προβιάς και ∆ήµος µιλούσαν για χρόνια περασµένα, ηρωικά. Η µνήµη, δεµένη µε τη γόνιµη δηµιουργία. ∆ύο άνθρωποι αθόρυβοι αλλά µποέµ. «Είµαι ρεµπέτης και Ζορµπάς σε όλα µου τα χρόνια», είπε ο Προβιάς και το εννοούσε. Οι δύο φίλοι και λαϊκοί χορευτές από το Αιγάλεω είχαν την ξεχωριστή ιστορία τους, κεφάλαια από το ανεξάντλητο βιβλίο της προσωπικής και καλλιτεχνικής πορείας.
Κυριακάτικη Απογευματινή