Ο εθνικός μας Νιόνιος απολογείται και συγκινεί

Διονύσης Σαββόπουλος με μεγάλες δόσεις αυτοκριτικής και όλη τη μουσική ιστορία της μεταπολίτευσης να διαπερνά τα τραγούδια του
23:00 - 2 Φεβρουαρίου 2025

Η αυτοβιογραφία ως εξομολόγηση έχει μία βαθιά συναισθηματική και ψυχολογική σημασία. Μέσα από αυτή τη διαδικασία -ανάμεσα σε άλλα- ο συγγραφέας της αναγνωρίζει τα λάθη του, τις αδυναμίες του και τις στιγμές που αισθάνεται ότι υπήρξε ανεπαρκής, επιδιώκοντας μια κάθαρση.

Ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος είναι περισσότερο από εμφανές ότι με το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» έχει στόχο αυτήν ακριβώς την κάθαρση. ∆ιαβάζοντάς το, νιώθεις κάποιες φορές σαν να του έχουν κάνει τον ορό της αλήθειας!

TΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΤΡΕΧΟΥΝ ΧΥΜΑ» ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΓΙΑ
ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΚΥΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

Η συγγνώμη που κατά περίσταση ζητά από ανθρώπους του οικογενειακού περιβάλλοντός του, από φίλους και συναδέλφους, είναι μία απολύτως ειλικρινής χειρονομία. Κι αυτό, γιατί ο Σαββόπουλος δείχνει ότι γνωρίζει καλά πως η ειλικρίνεια είναι το μοναδικό όπλο που διαθέτει ένας συγγραφέας τέτοιου εγχειρήματος. Εάν πράγματι η αλήθεια του είναι η ειλικρίνειά του, τότε ο ίδιος ως αυτοβιογραφούμενος την οφείλει πρώτα απέναντι στον εαυτό του, στα ελαττώματά του, καθώς και στα όσα ανάρμοστα ή άδικα κατά καιρούς έπραξε.

Προφανώς, χρειάζεται μεγαλοψυχία για να παραδέχεσαι τα λάθη σου. Ζητά, για παράδειγμα, συγγνώμη στον Γιώργο Νταλάρα για μια «γαϊδουριά» απέναντί του στην περίφημη συναυλία του ’83 στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ζητά συγγνώμη στη Σοφία Βέμπο και στον Μίμη Τραϊφόρο, που τους σνόμπαρε όταν πήγαν να τον ακούσουν στο «Ροντέο».

Νιώθει άσχημα που δεν δέχτηκε να συμφιλιωθεί με τον Θάνο Μικρούτσικο και με τον Μανώλη Ρασούλη. «Να το καλό τού να γράφεις τις αναμνήσεις σου», γράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου του. «Θυμάσαι ποιους φέσωσες, τι τρακαδόρος, τι κλεφταράκος υπήρξες, κι αρχίζεις να τρώγεσαι τι άλλο σοβαρότερο έχεις διαπράξει και το έχεις εντελώς καταχωνιάσει. Συμμαζέψου λοιπόν και σταμάτα να κάνεις τον άνετο. Χρωστάς».

Τύψεις και για την οικογένεια

Αλλά και από τη γυναίκα του ζητά συγχώρεση για τις απιστίες του: «Ημουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν από την ίδια την πατριαρχικότητα.

Ετσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε, για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο». Ενώ για τους γιους του, ομολογεί με τύψεις: «Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι. Μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα».

Ομως, το αν χαστούκισε τα παιδιά του ή απάτησε τη γυναίκα του, ουσιαστικά δεν μας ενδιαφέρει: μας αφορά μόνο στον βαθμό που δείχνει την ειλικρίνεια και αξιοπιστία της αυτοβιογραφίας ενός σπουδαίου τραγουδοποιού. Τότε είναι που μέσα από την ειλικρίνεια του εγχειρήματος αποκτούν αξία ως μαρτυρία όλες εκείνες οι προϋποθέσεις πίσω από τα τραγούδια που έγραψε.

Και αυτό, εν τέλει, είναι ανεκτίμητης αξίας! Μαθαίνουμε, ακολούθως, για το πώς δημιουργήθηκαν μέσα από βιώματα, παιδικά χρόνια, επιρροές, συναναστροφές, φιλίες, ιστορικές συγκυρίες, ταξίδια, ερωτικές σχέσεις, βασανιστήρια, απογοητεύσεις όλα του τα έργα: από το «Φορτηγό», «Το περιβόλι του τρελού» και το «Βρώμικο ψωμί» μέχρι το «Μη πετάξεις τίποτα» και τον «Χρονοποιό». Ολα έργα με τραγούδια που -ήδη από την αρχή- διέθεταν μια «αντηλιά αιωνιότητας».

Οταν «σκάρωνε τραγουδάκια»

Μας αποκαλύπτει, για παράδειγμα, πώς ο υποχρεωτικός ύπνος σε μια γωνιά του οικογενειακού υπνοδωματίου, όπου έπρεπε να μένει ξύπνιος μέχρι να σηκωθούν οι γονείς του, τον ώθησε από πολύ μικρή ηλικία να δημιουργεί τραγούδια: «Σκάρωνα τραγουδάκια από τότε σε εκείνο το μπλε κρεβατάκι. Και ο ασήκωτος χρόνος ξαφνικά γινόταν ελαφρύς. Εξαερωνόταν… Ακινητοποιημένος στο κρεβάτι έπιανα δουλειά σαν κάλφας στη μεγάλη συντεχνία των τραγουδοποιών, όπως είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης ή ο Ζωρζ Μπρασένς, που ούτε τους ήξερα ακόμα. Το αστείο είναι ότι κάπως έτσι γινόταν κι όταν μεγάλωσα πια και μπήκα στη δουλειά. Εφτιαχνα τραγούδια στις αφυπνίσεις μου, ώσπου οι μεγάλοι να με αναλάβουν».

Η αγάπη για την ποίηση

Πάντως, για τους φίλους του έργου του, αλλά και για όσους νεότερους επιθυμούν να το ανακαλύψουν, το βιβλίο είναι ένα θησαυρός εκμυστηρεύσεων, παραδοχών και αποκαλύψεων: «Σκέφτομαι ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έχω γράψει ποίημα ή στίχους σκέτους, χωρίς μουσική. Γράφω στίχους και μουσική σχεδόν ταυτόχρονα, και μάλιστα προπορεύεται λιγάκι η μουσική. Λίγες νότες», ενώ προσθέτει με νόημα: «Στη δουλειά μου οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Κι αν υπάρχει κάποια ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτή δεν βρίσκεται στα λόγια του τραγουδιού, αλλά στο τραγούδι εν τω συνόλω του. ∆ιότι αν σας παρουσίαζα φέρ’ ειπείν στίχους μου χωρίς να ξέρετε τη μουσική του, το πολύ πολύ να κέρδιζα κάτι απ’ το ενδιαφέρον σας. Αν όμως τους ακούσετε τραγουδισμένους με τη μελωδία τους, τότε δεν ακούτε ένα τραγούδι, ακούτε ένα ποίημα».

Πράγματι, εάν κάτι χαρακτηρίζει τα περισσότερα από τα τραγούδια του, είναι αυτό ακριβώς: πρόκειται για ποιήματα. Και στο βιβλίο μοιράζεται μαζί μας την αγάπη του για την ποίηση και τις επιρροές του, από τον Ζακ Πρεβέρ, μέχρι τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τους ποιητές εκείνους που αποτελούν τη λεγόμενη Σχολή της Θεσσαλονίκης: «Θέλω να ανήκω σε αυτή τη Σχολή, όπου το περιεχόμενο είναι πάντα βιωματικό και ο τόνος πάντα εξομολογητικός», σημειώνει. Πάνω απ’ όλα, αναφέρεται εκτενώς στον ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, που τον είχε συναναστραφεί και για τον οποίο θεωρεί ότι μαζί με τον φιλόλογο καθηγητή από το σχολείο ∆ημήτρη Βαφειάδη και τον Μάνο Χατζιδάκι «είναι αυτοί που στα εφηβικά μου χρόνια άγγιξαν την ψυχή μου μιλώντας της κατ’ ευθείαν. Οταν κολλάω, εκεί που φτιάχνω ένα τραγούδι, τους φέρνω στο μυαλό μου. Τους αποζητάω».

Ειδικά για τον Ασλάνογλου, τον υπέροχο ποιητή, εξηγεί ότι τον αγαπούσε μαζί με την «κρυφή μουσική» της ποίησής του που είχε κάτι το «εκστατικό», για τον οποίο, άλλωστε, έγραψε το τραγούδι «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη»: «Είχα μια αδυναμία στον Ασλάνογλου. Αυτός ο ημίμουρλος και φλεγόμενος άνθρωπος μου έκανε θαυμάσια εντύπωση. Εχω πάντα τον “∆ύσκολο θάνατο” σχεδόν πλάι στο μαξιλάρι μου».

Συνάδελφοι και συνεργάτες

Κατά τα άλλα, είναι επίσης πολύ γενναιόδωρος, ενίοτε συγκινητικός, με αυτά που γράφει για το σινάφι και τους συναδέλφους του: από τον Μάνο Λοΐζο, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Νίκο Παπάζογλου, μέχρι τον Θάνο Μικρούτσικo και τον Φοίβο ∆εληβοριά, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Σταύρο Λάντσια και τον Γιώτη Κιουρτσόγλου. Μάλιστα, μιλώντας κάποια στιγμή για τις συναυλίες και τα μουσικά προγράμματα, τις πρόβες και την ένταση πριν από την παράσταση, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εζησα μια ζωή με τους μουσικούς. Είναι η ευρύτερη οικογένειά μου (…). Μπορεί ένας μουσικός να ’ναι ψυχρός κι ανάποδος – κι όμως, μόλις αρχίζει να παίζει, να μεταμορφώνεται! Αυτό μας κάνει η τέχνη. Ανθρωπάκια είμαστε κι εμείς: κομπλεξικά, ανασφαλή, με πληγωμένο “εγώ”, ενίοτε φθονερά και μωροφιλόδοξα. Κι όμως, μόλις αρχίζουμε να παίζουμε κάτι ή να τραγουδάμε, ισορροπούμε, καλυτερεύουμε, θαρρείς και ομορφαίνουμε».

MΕ ΤΑ «ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΙΑ» (BΑΣΙΛΗΣ ΝΤΑΛΛΑΣ, ΤΑΚΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ΑΡΗΣ ΤΑΣΟΥΛΗΣ, ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΛΟΓΙΑΝΝΗΣ), ΤΟ 1969, ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΥ

Η Μεταπολίτευση και οι μπουάτ

Πέρα, όμως, από αυτά, στο βιβλίο είναι διαρκώς παρούσα -έστω πλαγίως- η Ιστορία: τα μεγάλα γεγονότα, η χούντα, η Μεταπολίτευση, αλλά και το Woodstock, ο Μάης του ’68, οι μπουάτ, η Πλάκα, τα καφενεία, οι παρέες, οι ξεσηκωμοί, οι ιαχές, οι λαοσυνάξεις και οι φωνές για την ελευθερία. Ο Σαββόπουλος ανασυνθέτει μία ολόκληρη εποχή και το κάνει με έναν τρόπο μαγικό – εξάλλου, είναι χαρισματικός αφηγητής.

Μια εποχή μικρών ή μεγαλύτερων επαναστάσεων, ρήξεων, ανακατατάξεων, αλλά και νεανικής έξαρσης, ορμής, τόλμης, ενθουσιασμού, απογοητεύσεων, όπου όντως η πραγματικότητα συχνά ξεπερνούσε τη φαντασία. Τι ωραία, όμως, χρόνια… Η καταπίεση γινόταν καύσιμο της εξέγερσης και η αγάπη έμοιαζε ικανή να τα νικήσει όλα: «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη / η αγάπη είναι παντού». Και ο Σαββόπουλος είναι πάντα εκεί, «χρονικογράφος» της εποχής του, μέσα από τα τραγούδια του. Μια εποχή, ωστόσο, που χάρη και σε αυτόν δεν έπαψε ποτέ να μας αφορά όλους.

Ο εξοικειωμένος με το σαββοπουλικό έργο αναγνώστης, διαβάζοντας αυτό το αυτοβιογραφικό βιβλίο αντιλαμβάνεται ότι βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα σε όλα είναι ένα: η ειλικρίνεια. Είναι κάτι που το υποψιάζεται κανείς λόγω της διαχρονικότητας του έργου του και της αμεσότητας με την οποία μιλά στην καθεμιά γενιά. Το βλέπουμε και τώρα, μέσα από τις πληροφορίες του βίου που προσφέρει απλόχερα το συγκεκριμένο βιβλίο, οι οποίες φωτίζουν τι προηγήθηκε πίσω από πολλά από τα έργα του.

MΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΛΟΪΖΟ ΔΙΠΛΑ ΣΕ ΠΛΑΝΟΔΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ́60

Κατά τα άλλα, ο κορυφαίος Eλληνας τροβαδούρος στα εξαιρετικά τραγούδια του είναι σαν να μας λέει ότι δεν επινοούσε και πολλά πράγματα: όταν του ερχόταν μια πρωτότυπη ιδέα τροποποιούσε αναλόγως τα γεγονότα και καθόταν να γράψει -σχεδόν πάντα- κομψοτεχνή- ματα μοναδικής ποιητικής ευαισθησίας και ιδιαίτερα υψηλής αισθητικής. Αλλά όσο και αν μας εξηγεί το backstage πασίγνωστων κομματιών του -από το «Μια θάλασσα μικρή», τους «Μάγους» και τη «Ζωζώ», μέχρι τον «Μπάλλο», τη «∆ημοσθένους λέξις» και το «Ας κρατήσουν οι χοροί»- η πραγματικότητα την οποία πε- ριγράφει με τόση απλότητα μοιάζει να ξεγλιστράει όπως ο υδράργυρος στην παλάμη: το μυστήριο παραμένει.

Το λένε, φυσικά, ταλέντο. Εν προκειμένω, σε περίσσεια. Βέβαια, αυτό δεν είναι το συμπέρασμα, είναι η αφετηρία. Κάπως έτσι, και στην περίπτωση του ∆ιονύση Σαββόπουλου, η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Αλλά και η ζωή γίνεται Τέχνη. Και αυτό, τελικά, απομένει…

Κυριακάτικη Απογευματινή