Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1974. Η Αθήνα είχε στολιστεί για να γιορτάσει τον ερχομό του Κυρίου λίγους μήνες μετά την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα που τη «γέννησε».
Το κρύο ήταν αρκετά τσουχτερό, όταν η αδερφή του Αριστοτέλη Ωνάση, Αρτεμις Γαροφαλίδη, έφτασε στην κατοικία της Γλυφάδας όπου διέμενε εκείνο το διάστημα ο Αρίστος. Ανησυχούσε για τον αδερφό της, ο οποίος έδειχνε να έχει παραδοθεί στην μοίρα του, αδιαφορώντας για τη δουλειά, αλλά κυρίως για τη ζωή του. Ο θάνατος του μοναχογιού του, Αλέξανδρου, μεταμόρφωσε εν μια νυκτί τον άνθρωπο που τα ήθελε όλα σε έναν πατέρα που θρηνούσε τον διάδοχο της αυτοκρατορίας που είχε στήσει. Η μυασθένεια απο την οποία είχε προσβληθεί επιδείνωνε ακόμα περισσότερο την ψυχολογία του ανθρώπου που είχε γίνει εξώφυλλο στο «Time». Οταν μπήκε στην κατοικία η Γαροφαλίδη, βρήκε τον Ωνάση να καπνίζει ένα τσιγάρο καθισμένος στο σαλόνι και κοιτώντας το κενό, χαμένος στις σκέψεις του.
Η καρδιά της σφίχθηκε, ίσως επειδή καταλάβαινε ότι ο Αρίστος όδευε προς το τέλος της μυθιστορηματικής διαδρομής του, και αναρωτήθηκε μέσα της αν αυτά ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα που τον έβλεπε. Θα έπαιρνε την απάντηση λίγους μήνες αργότερα, ένα βροχερό πρωί του Μάρτη στο Παρίσι, όταν ο μυθικός Σμυρνιός θα «έφευγε» στο Αμερικανικό Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν.
Αριστοτέλης Ωνάσης: Μόνος του την Πρωτοχρονιά
Εκείνη την ημέρα του Δεκέμβρη, η αδερφή του μεγιστάνα δεν έμεινε πολύ έπειτα από μια κουβέντα που είχαν και επέλεξε να τον αφήσει στη θλίψη του. Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά από τα Νότια Προάστια, η γοητευτική Ντέλλα Ρουφογάλη βίωνε τη δική της θλίψη, αφού ο σύζυγός της, Μιχάλης Ρουφογάλης, πρώην πανίσχυρος αρχηγός της ΚΥΠ των Συνταγματαρχών, βρισκόταν στη φυλακή.
Ηξερε τον Ωνάση και πίστευε ότι, αν του μιλούσε, θα μπορούσε να βοηθήσει τον σύζυγό της, οπότε αποφάσισε να πάει να τον δει από κοντά, στη βίλα του στην
Γλυφάδα. Επέλεξε να πάει βραδάκι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και, όταν έφτασε, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και περίμενε κάποιον από το προσωπικό να της ανοίξει. Εξεπλάγην όταν της άνοιξε ο ίδιος ο Ωνάσης και η έκπληξή της έγινε ακόμα πιο μεγάλη όταν διαπίστωσε ότι ο μεγιστάνας ήταν εντελώς μόνος του στο σπίτι. Κάθισαν στο σαλόνι και η Ντέλλα Ρουφογάλη του εξέθεσε την κατάσταση γύρω από τα όσα συνέβαιναν σε σχέση με τον φυλακισμένο σύζυγό της.
Χρόνια μετά είπε σε συνέντευξή που παραχώρησε ότι απόρησε που μια τέτοια μέρα ένας τόσο ισχυρός άνδρας ήταν ολομόναχος μέσα στη βίλα του. Ο ίδιος
της είπε ότι είχε διώξει όλο το προσωπικό εκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, που θα μπορούσε να είναι όπου ήθελε. Οι προσκλήσεις για ρεβεγιόν σε σαλέ ισχυρών στο Γκστάαντ και το Σεν Μόριτζ ήταν πολλές, όμως ο Σμυρνιός που έστησε μια αυτοκρατορία δεν ήθελε τίποτε. Το μόνο που θα ήθελε ήταν να ζούσε ο γιος του, ο διάδοχος, αυτός για τον οποίο είχε δημιουργήσει τα πάντα, μόνο που αυτό ήταν ανέφικτο. Υποσχέθηκε στην Ντέλλα Ρουφογάλη να κοιτάξει το θέμα της, την αποχαιρέτησε και επέστρεψε στον κόσμο της θλίψης του και σε εκείνη τη μοιραία μέρα που ο χρόνος σταμάτησε.
Η πτώση του Ικάρου
Εκείνο το πρωί του Ιανουαρίου, το κρύο ήταν αρκετά τσουχτερό, όταν ο Αλέξανδρος Ωνάσης έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού για μια πτήση ρουτίνας με
το αγαπημένο του Piaggio 136. Επρόκειτο να τεστάρει έναν νέο Αμερικανό πιλότο ως γενικός διευθυντής της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Ηταν ένας γοητευτικός
άνδρας, μοναχογιός του Αριστοτέλη Ωνάση, αλλά αλλά και κάτι παραπάνω: ο διάδοχος της αυτοκρατορίας που είχε στήσει ο μυθικός Σμυρνιός. Ο Αλέξανδρος δεν είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, αφού θα πέταγε το επόμενο πρωί, αγνοώντας ότι η μοίρα, το κισμέτ -πείτε το όπως θέλετε- είχε αποφασίσει
για το πεπρωμένο του. Μετά τα διαδικαστικά, το Piaggio τροχοδρόμησε και αμέσως μόλις σηκώθηκε στον αέρα πήρε μια απότομη κλίση στα δεξιά και «τσακίστηκε» στο έδαφος λίγα δευτερόλεπτα αργότερα.
Ο νεαρός κληρονόμος τραυματίστηκε πολύ σοβαρά και μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ με βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Οπως ήταν αναμενόμενο, ο πατέρας
του ειδοποιήθηκε άμεσα και έσπευσε στο νοσοκομείο, όπου ενημερώθηκε για την κατάσταση του παιδιού που προοριζόταν να διοικήσει την αυτοκρατορία του. Οι γιατροί δεν του άφησαν καμία ελπίδα για τον γιο του, που βρισκόταν σε καταστολή, και, παρότι επικοινώνησε με τους κορυφαίους νευροχειρουργούς σε όλο τον κόσμο, κανείς δεν του έδωσε την παραμικρή ελπίδα.
Η νύχτα είχε ρίξει για τα καλά τα πέπλα της πάνω από τον αττικό ουρανό, ενώ το ρολόι έδειχνε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε η 23η Ιανουαρίου του 1973, μόνο που εκείνο το βράδυ ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν ήταν πλέον ο αγέρωχος μεγιστάνας. Ηταν ένας «τσακισμένος» δισεκατομμυριούχος που βίωνε τη χειρότερη τραγωδία της πολυτάραχης ζωής του, την επερχόμενη απώλεια του παιδιού για το οποίο είχε φτιάξει τα πάντα. Ο Αλέξανδρος θα κληρονομούσε την αυτοκρατορία που είχε στήσει ο άνθρωπος με την μυθιστορηματική διαδρομή, τους διάσημους έρωτες και τα μεγάλα deals. Ο γιος του αγαπούσε κυρίως
δύο πράγματα, εκτός από τη δουλειά. Να τρέχει με το αυτοκίνητό του και να πετάει, ίσως επειδή ειδικά όταν πιλόταρε ένιωθε πραγματικά ελεύθερος, μόνος του εκεί
ψηλά. Ηταν αυτός, ο ουρανός και τα σύννεφα, μόνο που εκείνη την καταραμένη Δευτέρα έμελλε να πετάξει για τελευταία φορά με ένα Piaggio.
Στην Εντατική δεν ακουγόταν τίποτε άλλο εκτός από τον ήχο των μηχανημάτων που υποστήριζαν την αναπνοή και τις ζωτικές λειτουργίες του 25χρονου, ο οποίος ήταν κλινικά νεκρός. Ο μεγιστάνας με τα γκρίζα μαλλιά κάπνιζε με το βλέμμα στο κενό, όταν πέρασε μπροστά του ένας γιατρός από την ομάδα που είχε «πέσει» πάνω στον νεαρό κληρονόμο από την πρώτη στιγμή. Ο Ωνάσης τον έπιασε από το χέρι και τον ρώτησε: «Αν σου δώσω όλα τα λεφτά μου, όλη μου την περιουσία, ό,τι έχω και δεν έχω, μπορείς να τον κάνεις καλά; Μόνο αυτό θέλω», του είπε. Ο γιατρός του απάντησε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα ανάνηψης και έφυγε αφήνοντας τον άνθρωπο που τα ήθελε όλα να κλαίει βουβά. Ο Αλέξανδρος ήταν ο λατρεμένος του, το παιδί που όταν ήταν μικρό τον έβλεπε σπάνια, ο έφηβος που του πήγαινε κόντρα και τον εκνεύριζε με τα ειδύλλιά του, όπως αυτό με τη Φιόνα φον Τίσεν.
Οταν έμαθε για τον δεσμό με τη γοητευτική βαρόνη, που ήταν μεγαλύτερη από τον γιο του, έγινε έξαλλος και του ζήτησε να τη
χωρίσει. «Μπορείς να έχεις όποια θέλεις. Παράτα την αυτήν, δεν είναι για σένα», ήταν η προτροπή-εντολή του Ωνάση στον γιο του, αρνούμενος να δεχθεί ότι ο νεαρός ήθελε να είναι μόνο με μία γυναίκα. Αγνοούσε, όμως, ή δεν ήθελε να παραδεχθεί ένα πράγμα: ότι ο γοητευτικός άνδρας με τα αρρενωπά χαρακτηριστικά
δεν είχε βγει «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή» του. Ηταν διαφορετικός από τον πατέρα του, ειδικά σε θέματα που αφορούσαν τον έρωτα και την αγάπη, όπου ο Αρίστος «χτύπαγε» συνέχεια γοητευτικές και διάσημες γυναίκες, όπως την Εβίτα Περόν και την Τζάκι Κένεντι.
Αυτοί που έζησαν τον Ωνάση λένε ότι, από τη στιγμή που έδωσε την εντολή να αποσυνδέσουν τα μηχανήματα που κρατούσαν στη ζωή τον γιο του, ήταν πια ένας άνθρωπος που παραδόθηκε στη μοίρα του. Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε λίγες ώρες αργότερα, κατέρρευσε μετά τις πρώτες λέξεις στους δημοσιογράφους, όταν τους είπε, σχεδόν δακρυσμένος: «Ο Αλέξανδρος ήταν ένα καλό παιδί».
Ο Ψαράς και το Πεντακοσάρικο
Τους επόμενους μήνες μεταλλάχθηκε σε έναν γερασμένο άνθρωπο, που έχασε κάθε επιθυμία για τη ζωή μετά την πτώση του δικού του Ικάρου. Το μόνο που θυμόταν συχνά όταν ερχόταν η κουβέντα στον Αλέξανδρο ήταν ότι ο γιος του ζούσε παράτολμα, κόντρα στη λογική. Αναπόλησε την ημέρα που πέταξε με το ελικόπτερο σε ένα νησί κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες για να μεταφέρει τον γιο ενός ψαρά που είχε χτυπήσει πολύ σοβαρά ψαρεύοντας με δυναμίτη.
Οταν προσγειώθηκε στο νοσοκομείο, ο πατέρας του νεαρού τού έδωσε ένα πεντακοσάρικο, αγνοώντας ότι ο νεαρός πιλότος ήταν ο γιος του πιο πλούσιου ανθρώπου στον κόσμο. Ο Αλέξανδρος το πήρε ύστερα από πολλά παρακάλια, γιανα μην τον προσβάλει, και επέστρεψε στη συνήθη καθημερινότητά του.
Αυτή που διακόπηκε εκείνο το παγωμένο πρωινό του Γενάρη που το ημερολόγιο έγραφε 22 του μήνα. Αποσυνδέθηκε από τα μηχανήματα την επομένη και μετά τη
νεκρώσιμο ακολουθία μεταφέρθηκε στον Σκορπιό και τάφηκε εκεί. Μήνες αργότερα ο Ωνάσης πήγαινε στον ιδιωτικό του παράδεισο μόνο για να ανεβαίνει, με ένα
μπουκάλι ούζο, το μονοπάτι που οδηγού σε στο μνήμα του Αλέξανδρου. Καθόταν με τις ώρες, του μίλαγε, έπινε και έκλαιγε για το παιδί που θα κληρονομούσε την
περιουσία του και τη για ζωή που δεν έζησε. Εκείνο που σε μια πτήση ρουτίνας με ένα παλιό υδροπλάνο χάθηκε σε ένα περίεργο δυστύχημα, όταν η κατάρα των
Ωνάσηδων αποφάσισε να χτυπήσει με τον πιο σκληρό τρόπο τον άνθρωπο που έχτισε μια αυτοκρατορία: στερώντας του τον διάδοχο…
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά- Δημοσθενης Χρηστου