Αν και υπήρξε πανέμορφη, διέθετε έναν έντονο αυτοσαρκασμό και μία διάχυτη αίσθηση του χιούμορ που σε έκανε να μη μένεις στην εξωτερική της εμφάνιση και να γελάς μέχρι δακρύων. Ως ηθοποιός ήταν εξαιρετικά ταλαντούχα, αλλά και ασυνήθιστα σεμνή – με μία έντονη αίσθηση της συλλογικότητας. Άλλωστε, η Άννα Παναγιωτοπούλου -που έφυγε από τη ζωή στις 4 Μαΐου στα 77 της χρόνια γεμίζοντας θλίψη τον καλλιτεχνικό κόσμο και τους θαυμαστές της- έβαζε πάνω απ’ όλα την ομάδα. Και αυτό το έκανε, χωρίς ποτέ να διστάζει να «τσαλακωθεί», προκρίνοντας πάντοτε -χωρίς δεύτερη σκέψη- την αντιστάρ.
Μαζί με τα άλλα μέλη του Ελεύθερου Θεάτρου, στις αρχές του ’70, σε εποχές που επικρατούσε η σοβαροφάνεια, ο αυτοπεριορισμός, ο φόβος και ο μικροαστικός καθωσπρεπισμός, κατάφεραν -μέσα από μια νέα επιθεώρηση- να απενοχοποιήσουν το χιούμορ, τον καθημερινό λόγο, την αθυροστομία, τη σάτιρα, το γέλιο. Ο Έλληνας τού «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» άρχισε να νιώθει άνετα με την εικόνα που του παρουσίαζαν… διακωμωδώντας την. Και μπορούσε πλέον ακομπλεξάριστα να γελάει με τον εαυτό του! Αυτό ήταν ένα σπουδαίο επίτευγμα της τέχνης τους στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας.
Η Άννα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε, στις 30 Ιουλίου 1947 στην Κυψέλη και μεγάλωσε σε ένα μεγαλοαστικό οικογενειακό περιβάλλον που δεν είχε σχέση με την υποκριτική, αλλά η ίδια από νωρίς εξέφρασε την επιθυμία της να γίνει ηθοποιός. Αν και οι γονείς της ήταν αρνητικοί και την έστειλαν για σπουδές στην Ελβετία, εκείνη επέστρεψε για να κυνηγήσει το όνειρό της, δίνοντας κρυφά εξετάσεις στο Εθνικό – από όπου και αποφοίτησε. Εκεί γνώρισε τον Σταμάτη Φασουλή, με τον οποίο αποτέλεσαν τα βασικά μέλη του Ελεύθερου Θεάτρου και το 1973 πρωταγωνίστησαν στη μεγάλη επιτυχία «Κι εσύ χτενίζεσαι». Αυτή η ιστορική, πια, παράσταση δεν είχε σκηνοθέτη, δεν υπήρχαν σταρ και πρωταγωνιστές, μόνο τα μέλη μιας κολεκτίβας: Κώστας Αρζόγλου, Ντίνος Λύρας, Υβόννη Μαλτέζου, Νένα Μεντή, Άννα Παναγιωτοπούλου, Γιώργος Σαμπάνης, Νίκος Σκυλοδήμος, Σμαράγδα Σμυρναίου, Κώστας Στυλιάρης, Σταμάτης Φασουλής και Μίμης Χρυσομάλλης.
Όπως θα έλεγε αργότερα: «Όταν ιδρύσαμε το Ελεύθερο Θέατρο, η Ελλάδα ήταν σε μια άλλη πολιτική κατάσταση, και γι’ αυτό ήταν κατά βάση πολιτικοποιημένο. Το ιδρύσαμε με την απόλυτη πεποίθηση ότι το θέατρο ανήκει στους ηθοποιούς και σε κανέναν άλλο». Το 1980 το Ελεύθερο Θέατρο μετονομάστηκε σε Ελεύθερη Σκηνή: «Είχαμε σχετικά μεγαλώσει και είχαμε χωρίσει τις αρμοδιότητες. Εγώ έγραφα συνήθως με τη Μαριανίνα Κριεζή. Ο Σταμάτης επίσης έγραφε, μετά προστέθηκε και ο Λαζόπουλος. Το ’85 έκλεισε οριστικά ο κύκλος και, σαν γάμος όπου δεν υπάρχει πια έρωτας, το διαλύσαμε».
Αλλά η Άννα Παναγιωτοπούλου συνέχισε τη θαυμαστή διαδρομή της με επιθεωρήσεις, ενώ θα πρωταγωνιστούσε και σε μερικές από τις πιο πετυχημένες σειρές της τηλεόρασης. Το κοινό όμως την αγάπησε περισσότερο μέσα από τους ρόλους της στη «Μαντάμ Σουσού» τις «Τρεις Χάριτες» και το «Dolce Vita». Πιο συγκεκριμένα, το 1986 πρωταγωνίστησε έχοντας τον ρόλο-σταθμό στην καριέρα της, στη σειρά «Μαντάμ Σουσού». Στους πιο νέους, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής με τους ρόλους της στις «Τρεις χάριτες» και το «Dolce Vita», όπου υποδυόταν μια χήρα που ερωτεύτηκε τον κατά πολύ νεότερο σύντροφο της κόρης της.
Η ίδια χαιρόταν πάντοτε για την ευρεία αποδοχή του κόσμου, αλλά δεν έπαψε ποτέ να νιώθει αμηχανία με την αναγνωρισιμότητα: «Μου αρέσει που αρέσω στον κόσμο, αυτή είναι η δουλειά μου, αλλά συγχρόνως με κάνει και ντρέπομαι. Μπαίνουμε στα σπίτια απρόσκλητοι». Πάντως, αν και… απρόσκλητη, ήταν ίσως η πιο καλοδεχούμενη ηθοποιός της γενιάς της, στα σπίτια ολονών. Ίσως γιατί, όπως το συνόψισε η συμπρωταγωνίστριά της στο «Dolce Vita», Κατιάνα Μπαλανίκα: «Η Άννα είναι μια ολόκληρη εποχή. Ήταν σπουδαία σε αυτό που έκανε. Δεν υπήρχε άλλη σαν την Άννα. Είναι σαν να κλείνει μια εποχή, σαν να τελειώνει μια εποχή».