Όλοι μας, ακόμη και οι πολύ νεότεροι, έχουμε έρθει σε επαφή με το έργο της, ίσως χωρίς να το γνωρίζουμε. Όχι βέβαια το ζωγραφικό, αλλά το σκηνογραφικό, ως θεατές εμβληματικών ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1955) του Ντίμη Δαδήρα (ήταν η δεύτερη ταινία της Αλίκης Βουγιουκλάκη), «Ένας ήρως με παντούφλες» (1958), του Αλέκου Σακελλάριου με τον Βασίλη Λογοθετίδη, «Ο άνθρωπος του τραίνου» (1958) του Ντίνου Δημόπουλου και το «Έγκλημα στα παρασκήνια» (1960) του Ντίνου Κατσουρίδη – δύο κλασικά ελληνικά φιλμ νουάρ. Ήρθε όμως η στιγμή να γνωρίσουμε το σύνολο του πολύπτυχου έργου της.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος εγκαινιάζει (σήμερα στις 20.00) την έκθεση «Μαριλένα Αραβαντινού (1927-2019). Σκηνογράφος και ζωγράφος» στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Πρόκειται για πίνακες από τη δεκαετία του 1940 έως τα χρόνια του ’90, σχέδια, φωτογραφίες και αρχειακό υλικό από τις θεατρικές της παραστάσεις, αλλά και τις κινηματογραφικές δουλειές αυτής της σπουδαίας καλλιτέχνιδας. Άλλωστε, η Μαριλένα Αραβαντινού υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα σκηνογράφος!
Είχε επίσης να επιδείξει σημαντικό έργο σε διεθνείς παραγωγές που γυρίστηκαν στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, όπως «Συνέβη στην Αθήνα» (1962) του Άντριου Μάρτον, «Ο Τεν Τεν και το μυστήριο του χρυσόμαλλου δέρατος» (1961) του Ζαν-Ζακ Βιέρν και «Ο δρόμος της Κορίνθου» (1967) του Κλοντ Σαμπρόλ. Οι τελευταίες της ελληνικές ταινίες ήταν ο «Άγγελος» (1982) και οι «Απουσίες» (1987) του Γιώργου Κατακουζηνού.
Απ’ την άλλη, στο θέατρο συνεργάστηκε -ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50- με θιασάρχες όπως η Κυβέλη, ο Μάνος Κατράκης, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Έλλη Λαμπέτη, ο Δημήτρης Χορν, και νεότερους όπως η Ξένια Καλογεροπούλου, ο Γιάννης Φέρτης, η Σμαρούλα Γιούλη, ο Κώστας Βουτσάς, καθώς και με σκηνοθέτες όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Αλέξης Σολομός.
«Σκηνογράφος έγινα εντελώς τυχαία. Είχα πάει στο προκαταρκτικό της Σχολής Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μόραλη και, δίνοντας εξετάσεις, δεν πέρασα εκείνο τον χρόνο στα εργαστήρια. Το επόμενο καλοκαίρι άρχισα να εργάζομαι σε συνεργείο εκτέλεσης σκηνικών, που πρωτομάστοράς του ήταν ο τότε πολύ γνωστός στους θεατρικούς κύκλους ζωγράφος Δ. Κεντάκας. Άρχισα, λοιπόν, κυριολεκτικά πλένοντας μπουγέλα και μαθαίνοντας λίγο λίγο πρακτικά το επάγγελμα – η μόνη κοπέλα την εποχή εκείνη που εργαζόταν σε τέτοιου είδους δουλειά. Και όταν κάποτε ο Κεντάκας δεν μπόρεσε να αναλάβει κάποιο σκηνικό του, με φώναξε να τον βοηθήσω», είχε πει η ίδια για το ξεκίνημά της. Τα υπόλοιπα είναι -καθώς λένε- ιστορία.
Πάντως, ως ζωγράφος είχε προλάβει να κάνει την εμφάνισή της το 1949 στην πρώτη έκθεση της ομάδας «Αρμός» στο Ζάππειο Μέγαρο – η πιο νέα ανάμεσα σε καλλιτέχνες όπως ο Γκίκας, ο Εγγονόπουλος, ο Μόραλης, ο Τσαρούχης, ο Μαυροΐδης, ο Τέτσης και η Ναταλία Μελά. Η πρώτη της ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Κέντρο «Ώρα» τον Φεβρουάριο του 1975, και φανέρωνε το ενδιαφέρον πάντρεμα της σκηνογραφικής της εμπειρίας με τη ζωγραφική. Ακολούθησαν εκθέσεις στη Γαλλία, ενώ η τελευταία σειρά έργων της, που εκτέθηκε πάλι στην «Ώρα» το 1992, είχε ως θέμα τοπία της Αίγινας αλλά και της Αθήνας.
Αν και η σκηνογράφος Αραβαντινού βραβεύτηκε το 1989 (στο 30ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) για το σύνολο του έργου της, η ζωγράφος δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα γνωστή. Έτσι, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος έρχεται -σε επιμέλεια Σπύρου Μοσχονά και Κωνσταντίνας Ντακόλια- να καλύψει αυτό το κενό, παρουσιάζοντας την πρώτη αναδρομική έκθεσή της, η οποία επιχειρεί να αναδείξει εξίσου το σημαντικό ζωγραφικό της έργο πλάι στην πληθωρική σκηνογραφική της εργασία. Το αποτέλεσμα αναμφίβολα θα σας εντυπωσιάσει.