Ο «κύριος Σόλων» δεν μένει πια εδώ

Πέθανε στα 85 του ο σπουδαίος ηθοποιός Γιώργος Μιχαλακόπουλος - Οι μεγάλοι ρόλοι
16:59 - 18 Δεκεμβρίου 2023

Αυλαία για το τελευταίο «ιερό τέρας» της υποκριτικής της Ελλάδας, τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο. Έφυγε από τη ζωή στα 85, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό στο θέατρο. Πολυδιάστατος, θυελλώδης, «φάρος για τις επόμενες γενιές», όπως τον χαρακτήρισε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, σημάδεψε πολιτιστικά τις τελευταίες έξι δεκαετίες. Και αυτό μπορεί να ειπωθεί χωρίς ψήγμα υπερβολής.

Πάνω απ’ όλα, διέθετε την ικανότητα να αναδεικνύει οποιονδήποτε ρόλο, με την ίδια ευρηματικότητα κι ευαισθησία: είτε επρόκειτο για Αριστοφάνη είτε για ταινία του λεγόμενου εμπορικού ελληνικού σινεμά, με την ιδιοφυΐα και τη σεμνότητα που τον διέκρινε αναβάθμιζε ό,τι κι αν έπαιζε.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «ποιητής Φανφάρας» με τα «μαύρα κοράκια» που τον ανέδειξε σε διαχρονικό κινηματογραφικό χαρακτήρα. «Δεν αισθάνθηκα δυσκολίες στην αρχή. Ποτέ δεν πήγα σε οντισιόν ούτε και πήρα τηλέφωνο. Πότε η Έλλη Λαμπέτη, πότε η Τζένη Καρέζη, πότε ο Δημήτρης Χορν, τα τηλεφωνήματα έπεφταν συνέχεια. Δεν ήμουν και τύπος του παρασκηνίου. Κάτι με “έσπρωχνε” γενικά, συν την όποια αξιοσύνη είχα. Και προχώρησα. Τι είναι ταλέντο, ούτε τώρα το ξέρω. Αισθανόμουν, όμως, καλά και ήξερα ότι αυτή είναι η δουλειά μου. Αφιερώθηκα και προχώρησα», έλεγε παλαιότερα, προσθέτοντας: «Έχω παίξει όλο τον Αριστοφάνη, όλο το παγκόσμιο ρεπερτόριο, δεν μου έχει μείνει τίποτα, 60χρόνια τώρα δεν έχω αφήσει τίποτα».

 Καθολική αποδοχή

Γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα και σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Ντεμπούτο στο θέατρο έκανε το 1959, ως πρωτοετής σπουδαστής, στην ιστορική παράσταση του Καρόλου Κουν «Όρνιθες», στο Ηρώδειο. Έκτοτε, ακολούθησε μια -τεράστια- ιλιγγιώδη διαδρομή γεμάτη επιτυχίες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 εντάσσεται στον θίασο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ και στη συνέχεια στον θίασο του Κώστα Μουσούρη παίζοντας Τσέχωφ, Μολιέρο – πάντα τους κορυφαίους. Ειδικά στην παράσταση «Δον Ζουάν», το ’68, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος εντυπωσίασε με την ερμηνεία του ως «Σγαναρέλος» κερδίζοντας την καθολική αποδοχή.

Το 1973 ίδρυσε το Θέατρο Σάτιρας και έπαιξε -μεταξύ άλλων- στα έργα: «Ω, τι κόσμος μπαμπά» του Κώστα Μουρσελά, «Συνεργός» του Φρ. Ντίρενματ, «Βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Τσέχωφ, ενώ το 1981 οργάνωσε στις φυλακές Κορυδαλλού θεατρικό εργαστήρι με κρατούμενους. Στο θέατρο συνέχισε με τεράστια έργα: «Έγκλημα και Τιμωρία», «Ο θάνατος του εμποράκου», «Το τίμημα» και «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν» – τι να πρωτοαναφέρει κανείς. Επιπλέον, ως θεατρικός σκηνοθέτης ανέβασε αρκετά έργα ανάμεσα στα οποία: «Τα παιδιά στο Δάσος του Ρομπέν» του Τζ. Κρόκερ, «Εκκλησιάζουσες» και «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, «Ο Επιστάτης» του Χάρολντ Πίντερ.

Στην τηλεόραση ο κόσμος τον λάτρεψε στη σειρά του Κώστα Μουρσελά «Εκείνος και Εκείνος» (1972), όπου ερμήνευε ιδιοφυώς, με απαράμιλλο χιούμορ και στοχαστική δύναμη, τον «Σόλωνα» πλάι στον επίσης υποδειγματικό «Λουκά» του αξέχαστου Βασίλη Διαμαντόπουλου – μία πανέξυπνη, διαβρωτική, κρυπτική σάτιρα, απέναντι στη χούντα των συνταγματαρχών. Μάλιστα, η συγκεκριμένη σειρά ξαναγυρίστηκε το ’89 και πάλι με καθολική επιτυχία, με σκηνοθέτη τον Κώστα Κουτσομύτη, επειδή η αρχική δεν είχε διασωθεί!

Στον κινηματογράφο, πάλι, έπαιξε σε κάποια πασίγνωστα έργα, κάνοντας το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1964, ερμηνεύοντας δεύτερους ρόλους στις ταινίες «Οι Φτωχοδιάβολοι», «Ο πολύτεκνος» και «Φεύγω με πίκρα στα ξένα». Πάντως, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους του ήταν ο ποιητής Φανφάρας στην ταινία «Ξύπνα Βασίλη» του Γιάννη Δαλιανίδη (1969), που έχει αγαπηθεί από όλες τις γενιές. Συμμετείχε και στις ταινίες «Η ωραία του κουρέα» του Ντίνου Δημόπουλου (1969), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968), το «Φράγμα» του Δημήτρη Μακρή (1982), «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το 1995. Αλλά αξεπέραστη ήταν η ερμηνεία του στη βραβευμένη ταινία «Ο Κύριος με τα Γκρι» του Περικλή Χούρσογλου, το 1997, στην οποία ο σπουδαίος ηθοποιός θα ενσάρκωνε έναν ρόλο γεμάτο εσωτερικές εντάσεις, ισορροπώντας ανάμεσα στο δράμα και την ποίηση.

«Ο ηθοποιός ιστορικά είναι υπέροχο εργαλείο»

Παντρεμένος με την ηθοποιό Αθηνά Μιχαλακοπούλου, απέκτησαν δύο κόρες, την Ελένη, ζωγράφο, και την Ιωάννα, σκηνοθέτρια – είχε συνεργαστεί μαζί της σε ουκ ολίγες παραστάσεις. «Ο ηθοποιός ιστορικά είναι υπέροχο εργαλείο. Το θέμα είναι το πώς χειρίζεσαι την τέχνη του υποκριτή στη σκηνή. Όμως, εάν ασχολείσαι μόνο με το προσωπείο της τέχνης σου και όχι με την ουσία της, το πολύ πολύ να νομίζεις ότι γεμίζεις την τσέπη σου. Γιατί ουσιαστικά κάποτε η τσέπη σου θα τρυπήσει», μου έλεγε προ δεκαετίας, με αφορμή τότε την παράσταση «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν», προσθέτοντας με νόημα: «Η τέχνη μπορεί να είναι ένα αντίδοτο σε όσα περνάμε. Εξαρτάται, όμως, από το κατά πόσο εκείνοι που την υπηρετούν έχουν αυτή τη συναίσθηση κι αυτοί που ασχολούνται με την όποια μορφή τέχνης έχουν την αντίστοιχη αξιοσύνη. Γιατί η τέχνη δεν είναι απλή ιστορία». Ένας χαρισματικός καλλιτέχνης, αλλά και -το σημαντικότερο- ένας υπέροχος άνθρωπος…