Ο λεγόμενος αντιαμερικανισμός, που για δεκαετίες θεωρείτο ότι περίπου ενυπάρχει στον ψυχισμό των Ελλήνων, ανήκει στο παρελθόν. Φούντωσε τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας -λόγω της ανοχής, αν όχι και υποστήριξης προς τους δικτάτορες, αλλά βέβαια και λόγω της τραγωδίας της Κύπρου- και έμεινε ψηλά για τρεις ολόκληρες δεκαετίες, με τελευταίο αποκορύφωμα τους δύο πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν και την αντίδραση της κοινής γνώμης στη χώρα μας. Ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία είναι σε ύφεση – ίσως δε και σε καταστολή.
Η πολιτική που ακολουθεί ο Ντόναλντ Τραμπ αυτό το λίγο διάστημα που βρίσκεται ξανά στον Λευκό Οίκο έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις σε πολλές χώρες της Ευρώπης, σαφώς πιο ήπιες ωστόσο στη δική μας. Στην κεντρική πολιτική σκηνή, η μία κυβέρνηση μετά την άλλη μέσα σε αυτά τα τελευταία 15 χρόνια φρόντιζαν να εμβαθύνουν και να διευρύνουν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Ιδίως δε σε σχέση με τον πρόεδρο Τραμπ, είναι νωπές οι μνήμες ακόμα από την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο επί της πρώτης θητείας του Ρεπουμπλικανού προέδρου, με τον τότε αρχηγό τής εν Ελλάδι ριζοσπαστικής Αριστεράς να λέει χαρακτηριστικά: «Διαπίστωσα από τη συνάντηση που είχα με τον πρόεδρο ότι η προσέγγισή του στα πράγματα και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει την πολιτική ορισμένες φορές μπορεί να μοιάζει διαβολικός, αλλά γίνεται για καλό…».
Η επάνοδος συνεπώς του κ. Τραμπ στην εξουσία βρίσκει την Ελλάδα σε μια πρωτόγνωρη για τη Μεταπολίτευση κατάσταση: το πολιτικό σύστημα είναι σε μεγάλο ποσοστό «ευθυγραμμισμένο» με την ανάγκη μιας καλής και στενής σχέσης με τις ΗΠΑ, ο αντιαμερικανισμός είναι περιορισμένος και ειδικότερα όσον αφορά την κοινή γνώμη, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis, που ανέλυσε το «Βήμα της Κυριακής», το 30% των Ελλήνων χαρακτηρίζει «ευκαιρία» την εκλογή του νέου προέδρου των ΗΠΑ. Πάλι δε μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία, ένα «ταμπού» της εξωτερικής πολιτικής έσπασε, η σχέση με το Ισραήλ βελτιώθηκε θεαματικά με την πάροδο των χρόνων και η τριμερής συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο γίνεται με την υποστήριξη και της Ουάσινγκτον.
Όλα αυτά σαφώς τα γνωρίζει όχι μάλλον ακόμα ο «νέος σερίφης στην πόλη» αλλά όσοι από το περιβάλλον του ασχολούνται ενεργά με το τι συμβαίνει στα Βαλκάνια και στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, αυτή είναι η μισή αλήθεια όσον αφορά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, που φυσικά έχουν εμπλουτιστεί με την Αλεξανδρούπολη, με την προμήθεια F-35 και με πολλά ακόμα στοιχεία. Η άλλη μισή έχει να κάνει με τη νέα διεθνή και γεωπολιτική πραγματικότητα, την οποία γνώρισαν αιφνιδιαστικά ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι, ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν, ο πρωθυπουργός του Καναδά Τριντό και άλλοι ξένοι ηγέτες.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει τα πράγματα ο Ντόναλντ Τραμπ είναι συναλλακτικός, το εμπόριο και η οικονομία είναι το νέο νόμισμα στις διεθνείς σχέσεις, οι αυταρχικοί ηγέτες όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν ή ο Όρμπαν έχουν a priori πιο ευνοϊκή μεταχείριση, η «Αμερική πρώτα» είναι το δόγμα που υπερισχύει έναντι όλων των άλλων. Οι διεθνείς οργανισμοί είναι στην πλειοψηφία τους ήσσονος σημασίας για τη νέα αμερικανική διοίκηση – ήδη έχει αποσυρθεί μεταξύ άλλων από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και προσεχώς και από την UNESCO. Την Ευρωπαϊκή Ένωση την αντιμετωπίζει με βαθύ σκεπτικισμό, που αρκετοί πλέον το ερμηνεύουν και ως απέχθεια.
Η χώρα μας πρέπει συνεπώς να προετοιμαστεί, χτίζοντας τον κατάλληλο σχεδιασμό και οικοδομώντας τις κατάλληλες συμμαχίες, ακόμα και για το απίθανο – ή κάτι που τέλος πάντων θα φάνταζε ως τέτοιο πριν από μερικά χρόνια. Χρόνο έχει, καθώς όσο συνεχίζονται τα πολεμικά μέτωπα σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή η Ελλάδα κάθε άλλο παρά βασική προτεραιότητα αποτελεί για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ποια είναι αυτά τα απίθανα σενάρια; Μια αμερικανική διοίκηση που θα βάλει στο τραπέζι την αναγνώριση των Κατεχομένων ως ανεξάρτητου κράτους της Βορείου Κύπρου.
Ένα αίτημα, με τρόπο δημόσιο ή παρασκηνιακό, να φύγει η Cosco από το λιμάνι του Πειραιά, καθώς η αντιμετώπιση της Κίνας είναι από τις διακηρυγμένες βασικές προτεραιότητες των Τραμπ και Βανς. Μια απαίτηση να μην προμηθεύονται οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις άλλους εξοπλισμούς από τη Γαλλία ή τη Γερμανία αλλά αποκλειστικά και μόνο από τις ΗΠΑ. Μια αξιολόγηση των ευρωπαϊκών κρατών, ανάλογα με το αν συμμετέχουν στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή συμμορφώνονται με αυτόν ή, από την άλλη, αν δημιουργούν προβλήματα και προσκόμματα στις Βρυξέλλες.
Μπορεί να τα βρούμε όλα αυτά μπροστά μας σε βάθος χρόνου, μπορεί τελικά να μη βρούμε και κανένα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να είμαστε καλά προετοιμασμένοι.
Εφημερίδα Απογευματινή