Αλλαγή νοοτροπίας, τo µεγάλο στοίχηµα της αξιολόγησης

Αντιµέτωπη µε το «βαθύ κράτος» και τους συνδικαλιστές του ∆ηµοσίου η κυβέρνηση
16:11 - 10 Μαρτίου 2025

Η«πονεµένη» ιστορία της αξιολόγησης στο ∆ηµόσιο επανέρχεται στη δηµόσια συζήτηση µε αφορµή την τραγωδία των Τεµπών και τον πρωθυπουργό να αναγγέλλει από το βήµα της Βουλής την πρωτοβουλία για κατοχύρωσή της στην επικείµενη συνταγµατική αναθεώρηση. Η συζήτηση αναµένεται να ξεκινήσει κατά το δεύτερο εξάµηνο του 2025.

Η πολυσυζητηµένη αξιολόγηση στο ∆ηµόσιο, που είναι πλέον θεσµοθετηµένη, έχει αποτελέσει αντικείµενο συγκρούσεων και έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης, µε την εφαρµογή της να παραµένει προβληµατική ακόµη και σήµερα, σκοντάφτοντας συχνά σε µια παγιωµένη κουλτούρα της δηµόσιας διοίκησης και σε αντιστάσεις των εργαζοµένων. Η εφαρµογή της αποτελεί µεγάλο στοίχηµα για την κυβέρνηση, στο πλαίσιο της σύγκρουσης µε το «βαθύ κράτος». Το 2022, αφού προηγήθηκε επεξεργασία των δεδοµένων που ερχόταν από το παρελθόν και µε χρηµατοδότηση από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κυβέρνηση µέσω νοµοσχεδίου του υπουργείου Εσωτερικών νοµοθέτησε νέο σύστηµα αξιολόγησης, το οποίο εφαρµόστηκε πρώτη φορά το 2023. Πρώτη φορά τα κριτήρια αξιολόγησης των δηµόσιων υπαλλήλων και προϊσταµένων οργανικών µονάδων της ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης είναι µετρήσιµα και συγκεκριµένα. Εως το 2022 η διαδικασία της αξιολόγησης δεν έθετε κανένα µετρήσιµο κριτήριο ως προς την παραγωγικότητα, τους χρόνους ανταπόκρισης και την παραγωγή έργου σε ατοµικό και συλλογικό επίπεδο, στο ∆ηµόσιο.

Στοχοθεσία

Στον πυρήνα του νέου συστήµατος αξιολόγησης βρίσκεται η στοχοθεσία, δηλαδή τίθενται στόχοι για τους προϊστάµενους των οργανικών µονάδων και η επίτευξη αυτών, όπως και ο βαθµός ανταπόκρισης, αξιολογούνται. Οι στόχοι δεν είναι αυθαίρετοι ή αυτοαναφορικοί, αλλά εξειδικεύονται σε επίπεδο υπουργείου και κάθε φορέα ανάλογα µε τις κεντρικές, κυβερνητικές προτεραιότητες, σύµφωνα µε το Ενιαίο Σχέδιο Κυβερνητικής Πολιτικής. Ετσι, ανταποκρίνονται στις πραγµατικές ανάγκες της κοινωνίας, των πολιτών και της οικονοµίας. Σύµφωνα µε πηγές του ΥΠ.ΕΣ. το 2023, πρώτη χρονιά εφαρµογής του συστήµατος αξιολόγησης, καταγράφηκαν περίπου 155.000 στόχοι. Στη συνέχεια, τους στόχους αυτούς επεξεργάστηκε εφαρµογή Τεχνητής Νοηµοσύνης µε εχέγγυο την εγκυρότητα και την αντικειµενικότητα, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συµπεράσµατα. Από την επεξεργασία των στόχων µε την εφαρµογή της Τεχνητής Νοηµοσύνης αποδείχθηκε ότι το 70% αυτών δεν πληρούσαν τα βασικά κριτήρια στοχοθέτησης. Σηµειωτέον ότι η νέα κλίµακα βαθµολόγησης που εισάχθηκε προβλέπει απόδοση 1-5.

Ακόµη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι για το 2024 έχουν τεθεί συνολικά περίπου 180.000 στόχοι για 25.000 προϊστάµενους οργανικών µονάδων, ενώ έχουν ήδη καταχωριστεί µετρήσεις µε σχετικό τεκµηριωτικό υλικό για το περίπου 45%. Η διαδικασία των µετρήσεων αναµένεται να έχει ολοκληρωθεί µέχρι τις 17 Μαρτίου. Από τις ήδη καταχωρισµένες µετρήσεις µόνο το 11% των στόχων εµφανίζει υπέρβαση της τεθείσας τιµής (δυνάµει «άριστοι»). Παράλληλα, πρώτη φορά τέθηκε σε εφαρµογή ουσιαστική αξιολόγηση των προϊσταµένων. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η αξιολόγηση των προϊσταµένων θέτει προαπαιτούµενο τη σύνταξη και παρακολούθηση της υλοποίησης «Ατοµικού Σχεδίου Ανάπτυξης» για κάθε δηµόσιο υπάλληλο, που βρίσκεται στην µονάδα του. Αρα, ο προϊστάµενος ωθεί τη βελτίωση των υφισταµένων του και όχι µόνο τη δική του εξέλιξη.

Εργαλεία και ενέργειες

Το «Ατοµικό Σχέδιο Ανάπτυξης», το οποίο θεσπίστηκε µε τον ν. 4940/2022, προβλέπει µια σειρά από καινοτόµα εργαλεία και ενέργειες, όπως το mentoring, το
coaching, η µάθηση στον χώρο εργασίας και η ασύγχρονη εκπαίδευση, προκειµένου ο αξιολογούµενος δηµόσιος υπάλληλος να βελτιώσει τουλάχιστον 3 από τις 9
δεξιότητες, µε βάση τις οποίες αξιολογείται. Για την αξιολόγηση του 2023 υποβλήθηκαν πάνω από 160.000 «Σχέδια Ανάπτυξης» µε 101.486 αιτήµατα εκπαιδεύσεων, από τα οποία έχουν υλοποιηθεί πάνω από 80.000 από το ΕΚ∆∆Α.

Από την επεξεργασία των δεδοµένων του νέου συστήµατος αξιολόγησης όχι µόνο δεν προέκυψαν σχεδόν άπαντες «άριστοι», αλλά αντίθετα: Από την εφαρµογή του νέου συστήµατος χαρακτηρίστηκαν από τους προϊστάµενούς τους προς εξέταση περίπου 54.000 υπάλληλοι υψηλής απόδοσης, ήτοι το 33% των αξιολογουµένων. Στο προηγούµενο σύστηµα αξιολόγησης το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 83% για το έτος 2019. Για κάθε έναν από αυτούς, ο προϊστάµενός του υποχρεούται να καταθέσει τεκµηρίωση µε πραγµατικά περιστατικά, όπου να στοιχειοθετείται η υψηλή του απόδοση. Με τη χρήση εργαλείων Α.Ι., η οποία επεξεργάστηκε
τις σχετικές ειδικές αιτιολογίες, προέκυψε ένα σύνολο που δεν ξεπερνά τις 15.000 εκ των 54.000, οι οποίες θα µπορούσαν να εξεταστούν από τις αρµόδιες Επιτροπές Εποπτείας Αξιολόγησης (ΑΣΕΠ, ΕΑ∆, ΝΣΚ) προκειµένου να µπορούν να χαρακτηριστούν ως υπάλληλοι υψηλής απόδοσης εν τοις πράγµασι.

Αντιστοίχως ως χαµηλής απόδοσης χαρακτηρίστηκαν 1.390 υπάλληλοι, αριθµός περισσότερο από πέντε φορές µεγαλύτερος από τον αντίστοιχο του προηγούµενου συστήµατος (272). Οι εν λόγω υπάλληλοι δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν σε καµία από τις προβλεπόµενες 9 δεξιότητες, όπως προκύπτει από εκθέσεις των προϊσταµένων τους. Σε επίπεδο προϊσταµένων, που προβλέπεται αξιολόγηση µε βαθµολογία, κανένας τους δεν βαθµολογήθηκε µε το απόλυτο άριστα (5) και µόλις 1 στους 2 αξιολογήθηκε από 4,3 έως 4,7 το οποίο θα αντιστοιχούσε σε βαθµολογίες από 86 έως 94 µε
το προηγούµενο σύστηµα.

Αντίστοιχα, το 97% των δηµόσιων υπαλλήλων που συµµετείχαν στη διαδικασία αξιολόγησης επί ΣΥΡΙΖΑ εµφανίστηκαν «άριστοι», καθώς για παράδειγµα στην αξιολόγηση του έτους 2017 έλαβαν βαθµολογία «90-100» 56.636 υπάλληλοι και βαθµολογία «75-90» 64.961 υπάλληλοι. Μάλιστα, για το ίδιο έτος µε «85-90» βαθµολογήθηκαν 40.759 υπάλληλοι, οι οποίοι αθροίστηκαν µε τους «άριστους». Αποτελέσµατα που παραπέµπουν σε fake αξιολόγηση, χωρίς καµία δυνατότητα βελτίωσης και εξέλιξης κανενός από τους συµµετέχοντες.

Πιέσεις

Ο συνταγµατολόγος και πρώην υπουργός Εσωτερικών, Αντώνης Μανιτάκης, κατά τη θητεία του οποίου ξεκίνησε η συζήτηση για την αξιολόγηση στο ∆ηµόσιο, εκτιµά ότι η αξιολόγηση δεν προχωρά στον βαθµό που θα έπρεπε επειδή δεν έχει διαµορφωθεί η συνείδηση και η παράδοση συµµόρφωσης στους δηµόσιους υπαλλήλους, ώστε να δέχονται την αξιολόγηση και κατά συνέπεια «σκοντάφτει» επάνω σε συνδικαλιστικές πιέσεις.

«Εάν οι ίδιοι οι δηµόσιοι υπάλληλοι δεν ενστερνιστούν την αναγκαιότητα και την αξία της αξιολόγησης, η οποία θα είναι και προς το δικό τους συµφέρον, δεν θα έχουµε αποτέλεσµα. Καµιά µεταρρύθµιση δεν µπορεί να γίνει χωρίς αλλαγή νοοτροπίας και δεν µπορεί να γίνει µεταρρύθµιση όταν οι µεταρρυθµιζόµενοι δεν την αποδέχονται», τονίζει στην «Κυριακάτικη Απογευµατινή» ο κ. Μανιτάκης, ο οποίος µιλά για  την περίοδο που ξεκίνησε η συζήτηση για την αξιολόγηση στη χώρα, κατά την περίοδο των µνηµονίων:

«Η Γαλλία είχε αναλάβει το θέµα της αναδιάρθρωσης και τις µεταρρυθµίσεις στο ∆ηµόσιο και µου ετοίµασε ένα σχέδιο για την αξιολόγηση των δοµών, πριν προχωρήσει η αξιολόγηση προσώπων, την οποία έκανα. ∆ηλαδή την αξιολόγηση αρµοδιοτήτων που έχει µία υπηρεσία, εάν η υπηρεσία λειτουργεί αποτελεσµατικά, εάν έχει λίγους ή πολλούς υπαλλήλους, αν υπάρχουν επικαλύψεις αρµοδιοτήτων. Ολοκλήρωσα τον σχεδιασµό στους υπαλλήλους των υπουργείων. Τότε όλοι δηµόσιοι υπάλληλοι ήταν αντίθετοι και οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν. Αν λοιπόν δεν αλλάξει αυτή η νοοτροπία και δεν χτυπηθεί αυτή η νοοτροπία, δεν
βλέπω να γίνεται τίποτα».

Επιπλέον, ο κ. Μανιτάκης αναφέρεται στον διάδοχό του στο υπουργείο ∆ιοικητικής Μεταρρύθµισης, τον σηµερινό πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, για τον οποίο δηλώνει πως είχε ως υπουργός τη βούληση να προχωρήσει την αξιολόγηση, όµως οι συνθήκες της εποχής δεν το επέτρεψαν.
Αναφορικά µε τα σηµερινά δεδοµένα, ο διακεκριµένος συνταγµατολόγος σηµειώνει πως «δεν νοµίζω ότι υπήρχε άλλη κυβέρνηση που έχει προωθήσει την αξιολόγηση των δηµοσίων υπαλλήλων όσο αυτή», ενώ αναφέρεται στις αποφασιστικές κινήσεις του ΥΠ.ΕΣ. και της υφυπουργού Βιβής Χαραλαµπογιάννη, µε την οποία είχε συνεργαστεί στενά κατά τη θητεία του στο υπουργείο Εσωτερικών.

Συνταγµατική κατοχύρωση

Ο συνταγµατολόγος Κώστας Μποτόπουλος, σε επικοινωνία µε την «Κυριακάτικη Α», δεν θεωρεί απαραίτητη ούτε κρίσιµη τη συνταγµατική κατοχύρωση της
«αρχής της αξιολόγησης» στο ∆ηµόσιο. Η αρχή αυτή προκύπτει από το ισχύον Σύνταγµα, ιδίως από το άρθρο 103: Οι δηµόσιοι υπάλληλοι «υπηρετούν τον λαό».
Τα προσόντα, ο τρόπος διορισµού, η µισθολογική και υπηρεσιακή εξέλιξή τους, που πρέπει να ακολουθούν αντικειµενικά κριτήρια, διαδικασίες και προϋποθέσεις
«αντικειµενικότητας», άρα και αξιολόγησης, ορίζονται από τον νόµο. Υπάρχει και η σχετική, πάγια και µη επιδεχόµενη αµφισβήτηση νοµολογία των δικαστηρίων.
Η προσθήκη µιας «ευχής» περί αξιολόγησης δεν θα προσέθετε κάτι ουσιαστικό από κανονιστική άποψη, καθώς κρίσιµη είναι η τήρηση, και ενδεχοµένως η βελτίωση, των σχετικών προβλέψεων του νόµου.

Αυτό ισχύει, κατά τη γνώµη του, ευρύτερα για το εξαγγελθέν αναθεωρητικό διάβηµα, που δεν έρχεται να καλύψει κάποιο µεγάλο πρόβληµα ή κενό, αλλά έχει µάλλον τον χαρακτήρα πολιτικής κίνησης, µε στόχο ιδίως την (εκ των υστέρων) «νοµιµοποίηση» της ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστηµίων. Η θεσµική θωράκιση, η βελτίωση της λειτουργίας του πολιτεύµατος και ο εκσυγχρονισµός του πολιτικού συστήµατος δεν περνούν, κατά τον κ. Μποτόπουλο, πρωτευόντως από αλλαγή του Συντάγµατος, αλλά από επίδειξη, ιδίως από τους κυβερνώντες, έµπρακτου σεβασµού στην τυπική και κυρίως την ουσιαστική νοµιµότητα, καθώς και από αλλαγή νοοτροπίας στη σχέση κράτους και πολιτών. Ακόµα και για τα λίγα ζητήµατα στα οποία έχουν αναδειχθεί αδυναµίες και δικαίως προβληµατίζουν -όπως η ανεξαρτησία της ∆ικαιοσύνης, η καθυστέρηση στην απονοµή της, η ίδρυση Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου, ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων- δεν υπάρχουν «σίγουρες», ούτε καν σίγουρα «καλύτερες» από τις ισχύουσες, λύσεις.

Κυριακάτικη Απογευματινή