Πενήντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο και το δράμα των αγνοουμένων, ίσως η τραγικότερη πτυχή της κυπριακής τραγωδίας, συνεχίζεται. Από τους 1.619 αγνοούμενους, οι 776 δεν έχουν ακόμα ταυτοποιηθεί ούτε υπάρχουν στοιχεία για το πού βρίσκονται, αν και έχουν ανακαλυφθεί ομαδικοί τάφοι Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών. Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν αλλά και αδιάσειστες μαρτυρίες, κατά τη διάρκεια και μετά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί από τις τουρκικές δυνάμεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάποιοι από αυτούς δεν αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες -περιλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών- εξαφανίστηκαν από περιοχές υπό τουρκική κατοχή και είναι σήμερα αγνοούμενοι. Οι ελπίδες όμως για τον εντοπισμό των εναπομεινάντων αγνοουμένων όσο περνά ο καιρός σβήνουν, καθώς λιγοστεύουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στη ζωή και θα μπορούσαν να προσφέρουν πληροφορίες για την τύχη τους.
Το τέλος της τουρκικής επέλασης και η κατάληψη του 37% του εδάφους βρήκε περίπου 200.000 Ελληνοκύπριους ανέστιους, εκτοπισθέντες από τον κατεχόμενο Βορρά, αλλά και περίπου 60.000 Τουρκοκύπριους έγκλειστους σε θύλακες. Στον απόηχο των απωλειών, ξεκινά η συλλογή στοιχείων και μαρτυριών για τους 1.619 αγνοούμενους. Ήταν 992 έφεδροι ή στρατιωτικοί και 627 πολίτες, οι 1.033 δεν ξεπερνούσαν τα 39 έτη και ανάμεσά τους βρίσκονταν 36 παιδιά. Η νεαρότερη αγνοούμενη της τραγωδίας ήταν μόλις έξι μηνών και τα οστά της εντοπίστηκαν στο Τραχώνι Κυθραίας και ταυτοποιήθηκαν. Για τον εντοπισμό των αγνοουμένων έχουν ιδρυθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία η Υπηρεσία Αγνοουμένων, η οποία αναλαμβάνει την καταγραφή των αγνοουμένων προσώπων και τη συλλογή μαρτυριών σχετικά με την τύχη τους, και από συγγενείς των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων του ’74 η Παγκύπρια Οργάνωση Συγγενών Αγνοουμένων, η οποία ηγείται των κοινοποιήσεων υπέρ της διακρίβωσης της τύχης των εκλιπόντων προσώπων.
ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Τον Ιούλιο του 1997 επιτυγχάνεται μια συμφωνία-ορόσημο για τη δραστηριοποίηση της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους για πιθανούς χώρους ταφής αγνοουμένων και από τις δύο κοινότητες. Οι δύο πλευρές συμφωνούν επίσης να πραγματοποιηθούν ανασκαφές για εντοπισμό λειψάνων τους και ταυτόχρονα δημιουργείται τράπεζα DNA, όπου συγγενείς καλούνται να δώσουν γενετικό δείγμα για δημιουργία τράπεζας πληροφοριών. Σήμερα, 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, από το σύνολο των αγνοουμένων, 492 Τουρκοκυπρίων και 1.619 Ελληνοκυπρίων, και από τις δύο περιόδους βίας στο νησί, η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) έχει καταφέρει να ταυτοποιήσει 1.047 αγνοούμενα άτομα και να επιστρέψει τα οστά τους στις οικογένειές τους. Οι ελπίδες για τον εντοπισμό των εναπομεινάντων αγνοουμένων όμως είναι ανάλογες με τον αριθμό των μαρτύρων καθώς και των εμπλεκομένων στις θανατώσεις Κυπρίων. Ήδη οι περισσότεροι έχουν αποβιώσει.