Η εξουσία του νεοσουλτάνου Ταγίπ Ερντογάν από την Κυριακή και μετά έχει ημερομηνία λήξης. Το 2028. Τότε υπάρχουν οι επόμενες προγραμματισμένες πολιτικές εκλογές. Με την ευκαιρία των αυτοδιοικητικών εκλογών η συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων πολιτών τού έστειλε ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να «πειράξει» εκ νέου το Σύνταγμα για να δώσει παράταση στον χρόνο που μπορεί να βρίσκεται στην ηγεσία της χώρας. Οι Τούρκοι θα τον καταψηφίσουν στην περίπτωση που θέσει εκ νέου υποψηφιότητα. Ο Ερντογάν πάντα πίστευε πολιτικά ότι «αν κερδίσεις την Κωνσταντινούπολη, κερδίζεις την Τουρκία». Ομοίως λοιπόν «όταν χάσεις την Κωνσταντινούπολη, θα χάσεις την Τουρκία». Αυτό συνέβη την Κυριακή και μάλιστα οι ισλαμιστές δεν έχασαν μόνο τη μεγάλη Πόλη αλλά και την Άγκυρα και την από παλιά χαμένη Σμύρνη. Το σύνολο σχεδόν των δήμων της δυτικής Τουρκίας αλλά και τις περιοχές των Κούρδων. Τους έμεινε η Ανατολία. Αυτή που είχαν πάντα ως βάση και εξακολουθούν να διατηρούν την επιρροή τους.
Ο Ερντογάν δεν θα φύγει από το αξίωμά του αύριο. Έχει μπροστά του περίπου τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης. Αυτά τα χρόνια είναι βέβαιο ότι θα επικεντρωθεί στην υστεροφημία του. Πάντως οι Τούρκοι τον καταψήφισαν για την οικονομία. Την καθημερινότητά τους. Την αδυναμία τους -στις ευρείες μάζες του πληθυσμού- να επιβιώσουν. Τον καταψήφισαν για την ανισότητα στα εισοδήματα και τον πλούτο. Ο Ερντογάν ως ηγέτης των ισλαμιστών προέβαλε το «μεγαλείο» της Τουρκίας και τον οραματισμό του να την καταστήσει δεσπόζουσα περιφερειακή δύναμη σε μια σειρά από γεωπολιτικές ενότητες, από τη Μεσόγειο, τη Βαλκανική, τον Καύκασο μέχρι το βάθος της Ασίας και τη μέσα Αφρική. Μια δύναμη καθοριστική στις σχέσεις και τους συσχετισμούς Ανατολής και Δύσης, με «επιτήδεια ουδετερότητα» και επιθετική αυτοτέλεια. Με σημαντική πολεμική βιομηχανία και εμπορικές σχέσεις που θα φέρουν ευημερία. Η Μεγάλη Τουρκία του Ισλάμ και του Ερντογάν όμως δεν κάλυπτε και δεν καλύπτει τις βασικές ανάγκες εκατομμυρίων πολιτών του. Η οικονομία στο εσωτερικό βρίσκεται σε νομισματική κρίση, με κύματα πληθωρισμού να εξαφανίζουν τα εισοδήματα και την ακρίβεια. Να συσκοτίζουν τα όνειρα για καλύτερη ζωή των απλών ανθρώπων. Αποτέλεσμα; Η δυσαρμονία της επίδειξης ισχύος σε διεθνές επίπεδο με την απουσία έστω θεμελιώδους ευημερίας στο εσωτερικό τον οδήγησε στην πολιτική του ήττα. Όχι επί του παρόντος αλλά ως προς την προοπτική της εξουσίας του.
Και το ερώτημα είναι, τι θα κάνει τώρα ο Ερντογάν; Θα επιχειρήσει να αναστρέψει τον ρουν της ιστορίας που με κατηγορηματικό τρόπο χάραξαν οι πολίτες του για αυτόν ή θα δεχθεί τη μοίρα του και θα προετοιμάσει τον διάδοχό του, που θα διεκδικήσει την ηγεσία της χώρας απέναντι στους Ρεπουμπλικανούς των ισχυρών δημάρχων και του Ιμάμογλου στις εκλογές του 2028; Θα συνδέσει την τελευταία φάση της ηγεσίας του με περισσότερη ειρήνη και συνύπαρξη με άλλους λαούς και έθνη της ευρύτερης περιοχής ή θα επιχειρήσει την «τελική σύγκρουση» με την Ελλάδα, το Ισραήλ, τους θρόνους των Αράβων, τις ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις; Θα αφήσει πίσω του μια πιο δυτική Τουρκία ή μια πιο ασιατική Τουρκία; Θα συγκρουσθεί με τους Ρεπουμπλικανούς εμφυλιοπολεμικά ή θα διατηρήσει τη συνοχή του λαού και της χώρας του; Θα αναλάβει πρωτοβουλίες στην οικονομία προκειμένου να ενισχύσει τη βιωσιμότητα στην καθημερινότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού του ή θα επιμείνει στην εκτόξευση των δαπανών για την πολεμική οικονομία, με κρεσέντο έντασης που θα αυξήσει περαιτέρω τα βραχυπρόθεσμα στρατιωτικά κόστη;
Το μέλλον της Τουρκίας αλλά και η προοπτική και οι συσχετισμοί των δυνάμεων ευρύτερων περιοχών και εθνών-κρατών επηρεάζονται βαθιά από τις επιλογές και τη στρατηγική του Τ. Ερντογάν την επόμενη τετραετία.