Έχουν περάσει περίπου τέσσερα χρόνια από τη βεβήλωση της Αγιάς Σοφιάς και ο Ταγίπ Ερντογάν προχωρά σε μία ακόμα ιταμή πρόκληση. Η Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, που είχε μετατραπεί σε μουσείο τον Αύγουστο του 1945, θα ανοίξει τις θύρες της ως τζαμί σε δύο εβδομάδες και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου, Παρασκευή, ημέρα προσευχής για τους μουσουλμάνους. Τότε θα πραγματοποιηθεί ύστερα από εβδομήντα εννέα χρόνια η προαναγγελθείσα πρώτη μουσουλμανική προσευχή στον σπουδαίο αυτό βυζαντινό ναό.
Μουσείο
Το ιστορικό μουσείο, με τα απίστευτης αξίας μωσαϊκά, αποφασίστηκε να αποδοθεί στη θρησκευτική λατρεία μετά τη μεταφορά του στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων με προσωπική απόφαση του Τούρκου προέδρου. Το 2019 το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ότι το τέμενος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για άλλους λόγους πλην της αρχικής λειτουργίας του. Την 1η Αυγούστου 2020 ο Τ. Ερντογάν ανακοίνωσε την εκ νέου μετατροπή της μονής σε τέμενος, χωρίς ωστόσο να ανοίξει τότε στους μουσουλμάνους πιστούς, καθώς βρίσκονταν σε εξέλιξη έργα αποκατάστασης.
Κατά τη διάρκεια των έργων αυτών η Μονή της Χώρας παρέμενε ανοιχτή για τους επισκέπτες ως μουσείο. Σύμφωνα με τα τουρκικά ΜΜΕ, ενόψει της πρεμιέρας του ως χώρου λατρείας έχουν τοποθετηθεί ειδικά σχεδιασμένα κόκκινα χαλιά, ενώ τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες αποκαταστάθηκαν πλήρως στο πλαίσιο της συντήρησης της μονής. Ο φιλοκυβερνητικός τουρκικός Τύπος πανηγύρισε για αυτές τις εξελίξεις, με τη «Γενί Σαφάκ» να τιτλοφορεί το σχετικό άρθρο «Το τέμενος Καριγιέ ανοίγει τις πύλες του στις 23 Φεβρουαρίου» και την «Ακσάμ» να γράφει: «Επαναλειτουργεί ύστερα από 79 χρόνια! Μετά την Αγία Σοφία και τώρα το τέμενος Καριγιέ».
Σπουδαία ιστορία
«Kαριγιέ Τζαμί» αποκαλούν στη γείτονα το βυζαντινό χριστιανικό μοναστήρι που κοσμεί την Πόλη. Η Μονή της Χώρας βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του ιστορικού κέντρου της Κωνσταντινούπολης και σε μικρή απόσταση από τη βυζαντινή πύλη της Αδριανούπολης. Το όνομά της το οφείλει στον προσδιορισμό των ψηφιδωτών του Χριστού ως «Χώρας των Ζώντων» και της Παναγίας ως «Χώρας του Αχωρήτου» στο εσωτερικό της. Μετά την Άλωση λειτουργούσε ως ορθόδοξος ναός και μετατράπηκε σε τζαμί λίγες δεκαετίες αργότερα.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το κτίσμα επισκευάστηκε και έκτοτε λειτουργούσε ως μουσείο. Οι τοίχοι και ο τρούλος του καθολικού διακοσμήθηκαν με μωσαϊκά και τοιχογραφίες έξοχης τεχνοτροπίας, που αναπαριστούν σκηνές από τον βίο του Χριστού και της Θεοτόκου. Στα ψηφιδωτά του καθολικού της μονής καταδεικνύεται η λαμπρότητα της τέχνης της Κωνσταντινούπολης, που θυμίζει έντονα έργα της ελληνιστικής κληρονομιάς. Οι μορφές των αγίων παρουσιάζονται σε ασυνήθιστες στάσεις και μερικές φορές θα έλεγε κανείς ότι υπερίπτανται, καθώς δίνουν αυτή την εντύπωση στους επισκέπτες.