Σε πολιτική συμφωνία για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας με σημαντικά οφέλη για την Ελλάδα κατέληξαν χθες βράδυ οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρώπης, βάζοντας οριστικό τέλος στο θρίλερ των πολύμηνων διαπραγματεύσεων και στα «τζαρτζαρίσματα» μεταξύ Γαλλίας – Γερμανίας. Οι νέοι κανόνες θα ισχύουν από το 2025, πράγμα που σημαίνει ότι το 2024 θα είναι μεταβατικό.
Στα καλά νέα είναι ότι οι νέοι κανόνες παρέχουν ειδική μεταχείριση στις αμυντικές δαπάνες, ένα ευαίσθητο θέμα για πολλές κυβερνήσεις της ΕΕ μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η συγκυρία αποδείχθηκε άκρως ευνοϊκή, με την Ελλάδα να βρίσκει κρίσιμους στρατηγικούς συμμάχους σε ένα πάγιο εθνικό αίτημα. Την ίδια στιγμή, αλλάζουν προς το ευνοϊκότερο και οι άλλες σκληρές παράμετροι της Συνθήκης του Μάαστριχτ, καθώς λαμβάνεται ειδική πρόνοια για τους τόκους του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2033, την ενίσχυση των επενδύσεων και τη σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται δημοσιονομικός χώρος για παροχές και επενδύσεις χωρίς να υπονομεύονται η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή.
Ειδικότερα, αν ένα κράτος-μέλος έχει υψηλότερες επενδύσεις σε άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: οι δαπάνες αυτές δεν θα λαμβάνονται υπόψη για την ένταξη σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Οι επενδύσεις στην άμυνα είναι η μοναδική κατηγορία δαπανών για την οποία εισάγεται ρητά αυτή η πρόνοια. Την ίδια στιγμή η μείωση του δημόσιου χρέους θα είναι σταδιακή, ενώ σήμερα κάθε κράτος-μέλος με χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένο να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος του κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού. Στην πράξη αυτό για την Ελλάδα σημαίνει ετήσια μείωση χρέους 4,5%-5% τα επόμενα χρόνια.
Με τους νέους κανόνες η μείωση χρέους θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους-μέλους, ενώ ως ελάχιστο όριο για τα κράτη με υψηλό χρέος (μεγαλύτερο από 90% του ΑΕΠ), όπως η Ελλάδα, τίθεται η ετήσια μέση μείωση του χρέους κατά 1%.
Εξασφαλίζεται επίσης πως η ενσωμάτωση των τόκων επίσημων δανείων στο δημόσιο χρέος, η οποία είναι προγραμματισμένη για το 2033, δεν θα ληφθεί υπόψη στους υπολογισμούς εξέλιξης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Πρόκειται για το ποσό των τόκων των 25 δισ. ευρώ από το δάνειο του EFSF που μπήκαν στον πάγο με βάση τη συμφωνία του 2018 και θα πρέπει να εγγράψει η χώρα στο χρέος μετά 2032, ενώ η αποπληρωμή θα γίνει σε 20 χρόνια. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για κρυφό χρέος καθώς η επιβάρυνση των τόκων υπολογίζεται από το 2013 στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης με τη Eurostat να είναι πλήρως ενήμερη από τις ελληνικές Αρχές.