Ενώ συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις ΕΕ – ΗΠΑ, με στόχο μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία για τις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις, στη ζώνη του ευρώ η προσοχή στρέφεται στη σημερινή συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με δεδομένη τη συνεχιζόμενη επιβράδυνση του πληθωρισμού (ετήσια μεταβολή Δείκτη Τιμών Καταναλωτή: 2,2% τον Μάρτιο από 2,3% τον Φεβρουάριο, με τον δομικό πληθωρισμό στο 2,4% από 2,6% αντίστοιχα) και τη σημαντική ενίσχυση καθοδικών ρίσκων για την οικονομική ανάπτυξη εν μέσω αναταράξεων στο διεθνές εμπόριο οι αγορές και οι τράπεζες ετοιμάζονται για μια νέα μείωση του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ κατά 0,25 της μονάδας, στο 2,25%.
Θυμίζω ότι έχουν προηγηθεί αντίστοιχες μειώσεις στις 6 από τις τελευταίες 7 συνεδριάσεις της ΕΚΤ από τον Ιούνιο του 2024, δηλαδή σωρευτικά τα επιτόκια του ευρώ έχουν μειωθεί κατά 1,5%. Στα επιτελεία των τραπεζών περιμένουν άλλες δύο μειώσεις επιτοκίων εντός του 2025, που σημαίνει ότι βλέπουν το επιτόκιο του ευρώ στο 1,75%. Δηλαδή, τσίμα τσίμα με τις προβλέψεις που έχουν κάνει στα business plans. Άρα, δυσκολεύει το πράγμα για την επίτευξη υπεραποδόσεων στα κέρδη, αφού με δεδομένη τη μείωση των επιτοκιακών εσόδων, οι τράπεζες δεν μπορούν να κάνουν και πολλά για φέτος σε επίπεδο αύξησης προμηθειών και συρρίκνωσης του λειτουργικού κόστους.
!Η αναμπουμπούλα στις αγορές από τους δασμούς Τραμπ ανησυχεί κυρίως τις αμερικανικές τράπεζες επί του παρόντος για αύξηση των «κόκκινων» δανείων. Ωστόσο, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Η αυξημένη κινητικότητα στις συναλλαγές στη Wall Street λόγω αυξημένης αβεβαιότητας έχει δώσει μεγάλη ώθηση στα έσοδα και τα κέρδη α΄ τριμήνου επενδυτικών τραπεζών, όπως η Goldman Sachs, η JP Morgan και η Morgan Stanley. Συνδυαστικά, οι τρεις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες έχουν εισπράξει πάνω από 12 δισ. δολάρια σε αμοιβές από επενδυτές που αναπροσαρμόζουν τα χαρτοφυλάκιά τους ανάλογα με τις εκάστοτε εξαγγελίες Τραμπ.
Σχετικά με τη δημιουργία «κόκκινων» δανείων, πάντως, έναντι της οποίας οι αμερικανικές τράπεζες αρχίζουν να βάζουν στην άκρη κεφάλαια για προβλέψεις, η DBRS δεν περιμένει μεγάλους κινδύνους για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αν και ο οικονομικός αντίκτυπος των αμερικανικών δασμών είναι πιθανό να αυξήσει το ύψος των προβλέψεων και τα δάνεια του «Σταδίου 2» (δηλαδή τα ρυθμισμένα δάνεια που παραμένουν ευάλωτα στο να ξανακοκκινίσουν) από τα επίπεδα του 2024, εντούτοις οι ευρωπαϊκές τράπεζες εξακολουθούν να διαθέτουν ισχυρά buffers, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να αντισταθμίσουν ορισμένες από τις πιθανές υψηλότερες προβλέψεις από τις αβέβαιες οικονομικές προοπτικές.
Η εκτίμηση αυτή της DBRS δίνει έξτρα μαξιλάρι ασφαλείας στις ελληνικές τράπεζες. Οι οποίες παρουσιάζουν πολύ ισχυρότερες αντιστάσεις στη δημιουργία νέων «κόκκινων» δανείων. Θυμίζω ότι με βάση τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία του SSM, το ποσοστό δανείων με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου υποχώρησε περαιτέρω για τις ελληνικές τράπεζες στο 7,45%, από 9,61% το δ’ τρίμηνο του 2024, όταν για τις ευρωπαϊκές ανέβηκε στο 9,93% από 9,73%. Επιπλέον, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, οι τέσσερις ελληνικές σημαντικές τράπεζες έχουν κατά 22,5% υψηλότερο ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις έναντι επισφαλειών (48,5% έναντι μ.ό. Ε.Ε. 39,6%).
Με πληροφορίες από τη στήλη Big Mouth του Powergame.gr
Εφημερίδα Απογευματινή