Στην αναβάθμιση του αξιόχρεου των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών προχώρησε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch, αναφέροντας ως λόγους τη βελτίωση στο αυτόνομο πιστωτικό προφίλ τους και τη βελτίωση του λειτουργικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, ο Fitch αναβάθμισε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας κατά μία βαθμίδα σε «BBB-» με σταθερές προοπτικές από «BB+» με θετικές προοπτικές και εκείνο της Alpha Bank και της Τράπεζας Πειραιώς σε «BB+» με θετικές προοπτικές από «BB» με θετικές προοπτικές.
«Η αξιολόγηση της Eurobank και της ΕΤΕ είναι αντίστοιχη με αυτή του ελληνικού Δημοσίου (επενδυτική βαθμίδα) και περιορίζεται από αυτή, όπως και από την αξιολόγησή μας για το λειτουργικό περιβάλλον της Ελλάδας», αναφέρει ο Fitch.
«Οι θετικές προοπτικές για την Πειραιώς και την Alpha αντανακλούν τις προσδοκίες μας ότι οι δύο τράπεζες θα συνεχίσουν να μειώνουν την κεφαλαιακή τους επιβάρυνση από προβληματικά στοιχεία ενεργητικού, για τα οποία δεν έχουν σχηματιστεί προβλέψεις, καθώς ολοκληρώνουν την εξυγίανση της ποιότητας του ενεργητικού τους».
Η αναβάθμιση των τεσσάρων τραπεζών αντανακλά κυρίως τις βελτιώσεις στο αυτόνομο πιστωτικό τους προφίλ, συμπεριλαμβανομένης μίας υγιούς δημιουργίας υγιών κερδών για μεγαλύτερο διάστημα, της ολοκλήρωσης του μεγαλύτερου μέρους της εξυγίανσης της ποιότητας του ενεργητικού τους, της ενισχυμένης κεφαλαιακής θέσης και της σταθερής χρηματοδότησής τους με καταθέσεις, αναφέρει ο οίκος.
Οι αναβαθμίσεις εντάσσονται επίσης στο πλαίσιο της βελτίωσης του λειτουργικού περιβάλλοντος της Ελλάδας, η οποία αντανακλάται στην ανοδική αναθεώρηση από τον Fitch της αξιολόγησής του σε «bbb-»/σταθερό« από “bb+”/θετικό».
Ο Fitch αναμένει ότι οι ευκαιρίες δραστηριοποίησης των ελληνικών τραπεζών θα ωφεληθούν από την ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας της τάξης του 2,3% – υψηλότερης από τον μέσο όρο της ΕΕ – το 2025 και το 2026, λόγω της αύξησης των πραγματικών μισθών, της μείωσης της ανεργίας και των ισχυρών επενδύσεων. «Η ισχύς της εγχώριας ανάκαμψης εξισορροπεί σε γενικές γραμμές τους εξωτερικούς κινδύνους», αναφέρει.
Ο οίκος αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν υγιή λειτουργικά κέρδη το 2025-2026 παρά την πτώση των επιτοκίων, λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης των δανείων – ιδιαίτερα προς τις επιχειρήσεις – και των μικρότερων πιστωτικών ζημιών εν μέσω μειωμένων πιέσεων στην εξυπηρέτηση των δανείων και των σημαντικά μικρότερων πωλήσεων προβληματικών δανείων.
Οι τράπεζες αναμένεται επίσης να επωφεληθούν από την αύξηση των δραστηριοτήτων που αποφέρουν προμήθειες, την υγιή λειτουργική αποτελεσματικότητα και την αυξημένη ψηφιοποίησή τους.
«Αναμένουμε ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για τις τέσσερις τράπεζες θα μειωθεί προς το 2,5% κατά μέσο όρο έως το τέλος του 2026 (εξαιρουμένων των τιτλοποιήσεων υψηλής εξασφάλισης- τέλος του 2024:3,3%), λόγω της αύξησης των εξυπηρετούμενων δανείων και των περιορισμένων νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων».
Η ρύθμιση των προβληματικών δανείων που τιτλοποιήθηκαν από τις τράπεζες και διαχειρίζονται servicers προχωράει πιο αργά από ό,τι περιμέναμε, «αλλά το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης των τραπεζών αφορά τίτλους υψηλής εξασφάλισης με κρατική εγγύηση, γεγονός που μετριάζει τους κινδύνους».
Τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας θα παραμείνουν ικανοποιητικά, καθώς η βελτιωμένη παραγωγή κερδών αναμένεται να απορροφήσει τις επιπτώσεις της αύξησης των δανείων, των προγραμματισμένων εξαγορών για τη βελτίωση της διαφοροποίησης των εσόδων, των αυξημένων διανομών μερισμάτων και των επερχόμενων κεφαλαιακών κανονισμών.
«Η αξιολόγησή μας αντανακλά επίσης την επιτάχυνση της διαγραφής των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων από τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών τα επόμενα χρόνια και τη σημαντική έκθεση στον κίνδυνο του ελληνικού Δημοσίου», αναφέρει ο οίκος.