Μόλις τέσσερις στους δέκα εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα δηλώνουν ότι έλαβαν την αύξηση στον κατώτατο μισθό για το περασμένο έτος, ενώ λιγότεροι από ένας στους τρεις (29%) καλύπτονται από κάποιας μορφής συλλογική σύμβαση, όπως διαπιστώνει έρευνα της Alco για λογαριασμό του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, σε άλλη έρευνα της Mark καταγράφεται μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση των εργαζομένων σε σχέση με το παρελθόν, που τους οδηγεί σε αναζήτηση μιας νέας θέσης εργασίας με καλύτερες αμοιβές.
Εισόδημα-Δαπάνες
Σύμφωνα με την έρευνα της Alco, το 83% των εργαζομένων θεωρεί ότι οι συλλογικές συμβάσεις αποτελούν σημαντικό παράγοντα προστασίας και επίτευξης ισότιμων συνθηκών εργασίας.
Σε ό,τι αφορά το μηνιαίο εισόδημα, μόνο το 40% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι ο μισθός του επαρκεί για την κάλυψη των μηνιαίων εξόδων, ενώ το 88% δηλώνει ότι έχει μειώσει τις δαπάνες του σε βασικά είδη διατροφής προκειμένου να αντεπεξέλθει. Παράλληλα, οι επτά στους δέκα εργαζόμενους (71% των ερωτηθέντων) δηλώνουν πως είτε χρησιμοποιούν μέρος των αποταμιεύσεών τους (34%) είτε δεν διαθέτουν καθόλου αποταμιεύσεις (37%) προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα έξοδα του μήνα.
Σχεδόν οι έξι στους δέκα εργαζόμενους (58%) που ενοικιάζουν κατοικία δαπανούν πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματός τους σε δαπάνες ενοικίου και θέρμανσης. Την ίδια ώρα, σχεδόν ένας στους δύο εργαζόμενους με ιδιόκτητη κατοικία ξοδεύει πάνω από το 20% του μηνιαίου εισοδήματός του για αποπληρωμή στεγαστικών δανείων και θέρμανση. Τέλος, σε ό,τι αφορά τον χρόνο εργασίας, το 40% δηλώνει ότι εργάζεται πέραν του προβλεπόμενου χρόνου εργασίας και μάλιστα το 43% υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες σε εβδομαδιαία βάση. Την ίδια ώρα, περίπου ένας στους τρεις εργαζόμενους (36%) δηλώνει ότι δεν αμείβεται για τις πρόσθετες ώρες εργασίας του.
Αυτοπεποίθηση
Πάντως, οι Έλληνες απασχολούμενοι εμφανίζουν σήμερα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση σε σχέση με το παρελθόν. Η εργασιακή ασφάλεια, που κάποτε αποτελούσε την κυρίαρχη επιδίωξη, δίνει πλέον τη θέση της στην αναζήτηση καλύτερων αποδοχών και ευκαιριών επαγγελματικής ανέλιξης, όπως διαπιστώνει έρευνα της Mark για την εταιρεία Παπαστράτος. Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός (σε ποσοστό 60,5%) διεκδικεί καλύτερη ποιότητα ζωής μέσω της εργασίας του και είναι έτοιμος να θυσιάσει την ασφάλεια μιας σταθερής θέσης εργασίας, εφόσον μπορεί να βρει συνθήκες καλύτερα αμειβόμενης δουλειάς και ισορροπίας σε σχέση με την προσωπική ζωή (69,6%).
Παράλληλα, η έννοια της «καλής επιχείρησης» αποκτά πολυπαραγοντική διάσταση, καθώς οι εργαζόμενοι αξιολογούν τους εργοδότες τους βάσει πολλών κριτηρίων, από το εργασιακό περιβάλλον και τη δίκαιη αντιμετώπιση μέχρι την ευελιξία και τις προοπτικές ανάπτυξης. Παράλληλα, η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η ευελιξία αποτελεί πλέον απαραίτητο στοιχείο της σύγχρονης εργασίας. Το 53,5% των εργαζομένων επιθυμεί ένα μεικτό μοντέλο που συνδυάζει τηλεργασία και φυσική παρουσία, ενώ η αποκλειστικά διά ζώσης εργασία προτιμάται από το 35%.
Επιλογές καριέρας
Οι προτιμήσεις των εργαζομένων αναδιαμορφώνονται. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση, προσελκύοντας το 54,2% των ερωτηθέντων, με την Gen Z να εκδηλώνει προτίμηση προς αυτές σε ποσοστό 61,3%. Παράλληλα, η προτίμηση για εργασία στο Δημόσιο μειώνεται σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς μόλις το 30,1% των ερωτηθέντων το θεωρεί ελκυστική επιλογή. Αντίθετα, η αυτοαπασχόληση αποκτά μεγαλύτερη απήχηση, καθώς το 31,7% δηλώνει ότι θα προτιμούσε αυτή τη μορφή εργασίας.