Στο ναδίρ έχουν πέσει τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών μετά την εκκαθάριση των ισολογισμών τους με τη βοήθεια του «Ηρακλή» από το 2019 και μετά, τις μεμονωμένες πωλήσεις και βεβαίως τις εξυγιάνσεις προβληματικών δανείων, στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες.
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΝΝΕΑΜΗΝΟΥ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Τα αποτελέσματα εννεαμήνου που ανακοίνωσαν οι τέσσερις ελληνικές μεγάλες τράπεζες, τις οποίες εποπτεύει η ΕΚΤ, έδειξαν ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) έχει υποχωρήσει και κάτω του 3%, με τη Eurobank να προπορεύεται στην αποκλιμάκωσή του, παρουσιάζοντας δείκτη ΜΕΑ 2,9%. Σημειώνεται ότι ακόμη χαμηλότερο δείκτη ΜΕΑ, στο 2,4%, ανακοίνωσε η Τράπεζα Κύπρου, ενώ δείκτη ΜΕΑ μόλις 0,92% έχει η Optima bank.
Τα επίπεδα «κόκκινων» δανείων που έχουν επιτύχει ήδη οι συστημικές τράπεζες είναι καλύτερα και από τα χαμηλότερα επίπεδα προ κρίσης, συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2007, όταν ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων βρισκόταν στο 5,2%. Σημειώνεται ότι τότε δεν υπήρχε ακόμη ο αυστηρότερος κανονισμός για τον ορισμό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με βάση τον οποίο στα «κόκκινα» δάνεια εμπίπτουν όσα βρίσκονται σε καθυστέρηση πληρωμής άνω των 30 ημερών.
Δεδομένου ότι στα χρόνια προ κρίσης ως «κόκκινα» δάνεια θεωρούνταν όσα ήταν σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και επιπλέον την εποχή εκείνη οι τράπεζες εμφάνιζαν μεγάλη πιστωτική επέκταση, η οποία συγκρατούσε τα ποσοστά του δείκτη «κόκκινων» δανείων, ο άθλος που έχουν επιτύχει οι τράπεζες, εμφανίζοντας σήμερα χαμηλά μονοψήφια ποσοστά MEA, λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ο δείκτης ΜΕΑ των ελληνικών τραπεζών παραμένει ακόμα υψηλότερος του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ο οποίος τον Ιούνιο του 2024 βρισκόταν στο 2,3%.
70 ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΣΤΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Επισημαίνεται πάντως ότι τα «κόκκινα» δάνεια έχουν βγει από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά δεν έχουν βγει ακόμη εκτός της πραγματικής οικονομίας. Στις εταιρείες διαχείρισης που έχουν αναλάβει την εξυγίανση των «κόκκινων» δανείων παραμένουν ακόμη δάνεια σχεδόν 70 δισεκατομμυρίων ευρώ (αν και έχουν μειωθεί από το αρχικό απόθεμα των 90 δισ. ευρώ) και το μεγάλο ζητούμενο είναι τα δάνεια αυτά να «πρασινίσουν» ξανά και οι δανειολήπτες να επανενταχθούν υγιείς στο τραπεζικό σύστημα.
Μειώνοντας τα «κόκκινα» δάνεια στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, οι τράπεζες μειώνουν παράλληλα τα κεφάλαια που διατηρούν δεσμευμένα ως προβλέψεις ώστε να καλύψουν επισφάλειες και έχουν τη δυνατότητα μεγαλύτερης ρευστότητας που μπορούν να κατευθύνουν σε νέες χορηγήσεις. Βάσει των αποτελεσμάτων που ανακοίνωσαν για το εννεάμηνο του 2024:
– H Eurobank μείωσε τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 2,9% στο τέλος Σεπτεμβρίου.
– Η Τράπεζα Πειραιώς παρουσίασε τον αμέσως χαμηλότερο δείκτη ΜΕΑ. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα του ομίλου διαμορφώθηκαν σε 1,3 δισ. ευρώ στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024, σε σύγκριση με 2 δισ. ευρώ έναν χρόνο πριν, και ο δείκτης ΜΕΑ έπεσε στο 3,2% τον Σεπτέμβριο 2024, σε σύγκριση με 3,3% το προηγούμενο τρίμηνο και 5,5% έναν χρόνο πριν.
– Η Εθνική Τράπεζα ακολούθησε, με τον δείκτη ΜΕΑ σε επίπεδο ομίλου να παραμένει στο 3,3% το γ΄ τρίμηνο 2024. Τα ΜΕΑ σε επίπεδο ομίλου παρέμειναν αμετάβλητα σε τριμηνιαία βάση, στα 1,2 δισ. ευρώ ή 0,2 δισ. ευρώ έπειτα από προβλέψεις.
– Τέλος, η Alpha Bank μείωσε σε επίπεδο ομίλου τον δείκτη ΜΕΑ στο 4,6%. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανήλθαν σε 1,7 δισ. ευρώ, σχεδόν αμετάβλητα σε τριμηνιαία βάση.