Τα έξι πλεονεκτήματα της πρότασης για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού ανέλυσε στη συνάντηση που είχε χθες -σε συνέχεια του κοινωνικού διαλόγου για την επάρκεια των συλλογικών συμβάσεων- η υπουργός Εργασίας με το προεδρείο της ΓΣΒΕΕ. Η πρόταση της Επιτροπής εμπεριέχει τον τρόπο υπολογισμού του κατώτατου μισθού μέσω ενός μαθηματικού τύπου ο οποίος λαμβάνει υπόψη αντικειμενικά και διαφανή οικονομικά στοιχεία, τόνισε υπουργός Εργασίας, αναφέροντας ως πλεονεκτήματα:
- Την προβλεψιμότητα ως προς την μελλοντική πορεία του κατώτατου μισθού. Κατά συνέπεια, στηρίζει αφενός τον οικογενειακό προγραμματισμό των εργαζομένων και αφετέρου τη λειτουργία των επιχειρήσεων, ενώ ευνοεί τις επενδύσεις.
- Την εισαγωγή των κριτηρίων της οδηγίας που γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο που προστατεύει τη διαμόρφωση κατώτατου μισθού, εξασφαλίζοντας έτσι τη μακροχρόνια οικονομική διατηρησιμότητα.
- Την προστασία της αγοραστικής δύναμης του χαμηλότερου 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών.
- Την κατανομή των μισθών για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία που γίνεται περισσότερο δίκαιη.
- Την ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής της χώρας.
- Το συγκεκριμένο μοντέλο χρησιμοποιείται από πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ και είναι δοκιμασμένο.
Σε 22 από τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο κατώτατος μισθός ρυθμίζεται νομοθετικά, όπως και στην Ελλάδα. Στο πόρισμα της Επιτροπής προτείνεται η χρήση αλγόριθμου ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό, ιδιαίτερα για το 20% των χαμηλότερων εισοδηματικών κατηγοριών, και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, ένα μοντέλο το οποίο εφαρμόζεται ήδη σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων η Γαλλία.
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία, το ύψος του κατώτατου μισθού δεν θα επιτρέπεται να μειωθεί, διασφαλίζοντας έτσι το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων.