Χαμηλότερο κόστος χρήματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις φέρνουν οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών. Την Πέμπτη, η ΕΚΤ ανακοίνωσε μείωση του βασικού της επιτοκίου, ενώ την Παρασκευή ο οίκος αξιολόγησης Moody’s προχώρησε σε αναβάθμιση των προοπτικών της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε θετικές από ουδέτερες.
Ο πιο «αυστηρός» αμερικανικός οίκος είναι ο μόνος που επιμένει να μην εντάσσει τα ελληνικά ομόλογα στην επενδυτική βαθμίδα. Η αναβάθμιση των προοπτικών, όμως, συνεπάγεται αυξημένη πιθανότητα αναβάθμισης συνολικά της πιστοληπτικής ικανότητας τους επόμενους 3-6 μήνες. Εφόσον και η Moody’s εντάξει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα, το κόστος δανεισμού στις διεθνείς αγορές θα υποχωρήσει σημαντικά. Ήδη, οι αντίστοιχες κινήσεις από τους άλλους μεγάλους οίκους αξιολόγησης έχουν επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να δανείζονται μέσω ομολόγων με χαμηλότερα επιτόκια.
Αυτό, με τη σειρά του, βοήθησε να μειώσουν τα επιτόκια χορηγήσεων ταχύτερα από την κεντρική τράπεζα. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον περασμένο Ιούλιο, με το επιτόκιο της ΕΚΤ στο 3,5%, το μέσο επιτόκιο νέων δανείων στην Ελλάδα ήταν 6,21%. Τον φετινό Ιούλιο, με το επιτόκιο της ΕΚΤ στο 3,75%, το μέσο επιτόκιο είχε υποχωρήσει στο 5,86%. Τώρα που η ΕΚΤ επανέφερε το δικό της επιτόκιο στο 3,5%, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να μειώσουν τα επιτόκια δανεισμού περαιτέρω.
Πρόκειται για έναν ενάρετο κύκλο, καθώς οι αναβαθμίσεις βοηθούν τη χρηματοδότηση των τραπεζών και η βελτίωση της εικόνας του τραπεζικού συστήματος διευκολύνει τις αναβαθμίσεις. Αυτός είναι, άλλωστε, και ένας από τους λόγους που επικαλείται η Moody’s, για να αιτιολογήσει την αναβάθμιση των προοπτικών του ελληνικού αξιόχρεου. Προσθέτει, επίσης, τις θετικές δημοσιονομικές επιδόσεις και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Σημειώνει, πάντως, ότι συνεχίζουν να δημιουργούν προβληματισμό η αναποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες (κυρίως το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών), το υψηλό χρέος και τα δυσμενή δημογραφικά μεγέθη.