Ελαφρύτερος θα είναι ο λογαριασμός της εφορίας για χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις εξαιτίας των αλλαγών στη φορολόγηση των εισοδημάτων με τα τεκμήρια που θα δηλωθούν το 2025, μετά τις σχετικές ανακοινώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Κωστή Χατζηδάκη.
Στους κερδισμένους περιλαμβάνονται όσοι έχουν την έδρα τους σε οικισμούς με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους, καθώς θα έχουν έκπτωση 50% στο τεκμαρτό εισόδημα, αλλά και οι επιχειρήσεις με εργαζόμενους μετά τις παρεμβάσεις στο κριτήριο με τον μισθό του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου, που θα υπολογίζεται πλέον συγκριτικά.
Την ίδια στιγμή αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω το κριτήριο του μέσου τζίρου του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας, έτσι ώστε να μην προκύπτουν μεγάλες αποκλίσεις που θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη τεκμαρτή αμοιβή. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος (325 ευρώ).
Οι αλλαγές στο τεκμαρτό σύστημα φορολόγησης είναι οι εξής:
– Μειώνεται κατά 50% το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα για όσους δραστηριοποιούνται σε περιοχές με έως 1.500 κατοίκους (αντί έως 500).
– Το κριτήριο του μέγιστου μισθού εργαζομένου ως βάση σύγκρισης μεταφέρεται στο τέλος, ως πεδίο σύγκρισης μετά την προσμέτρηση των λοιπών κριτηρίων. Με το ισχύον σύστημα υπολογισμού της ελάχιστης τεκμαρτής αμοιβής των ελεύθερων επαγγελματιών, ο μισθός του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου λαμβάνεται συγκριτικά στην αρχή, ως το μεγαλύτερο ποσό σε σχέση με τον κατώτατο μισθό πλέον των τριετιών του υπόχρεου, πριν από την προσμέτρηση των λοιπών κριτηρίων (προσαύξηση λόγω μισθοδοσίας και λόγω τζίρου). Με την αλλαγή που δρομολογείται, ο μισθός του υψηλοτέρα αμειβόμενου υπαλλήλου θα λαμβάνεται υπόψη στο τέλος μετά την προσμέτρηση των λοιπών κριτηρίων.
– Αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω ο μέσος τζίρος του ΚΑΔ (και άρα μειώνεται το ποσό επιβολής επί του τζίρου), με βάση τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2023. Έτσι δεν θα προκύπτουν μεγάλες αποκλίσεις λόγω τζίρου και επομένως και μεγάλες προσαυξήσεις που θα είχαν ως αποτέλεσμα τον υπολογισμό μεγαλύτερης τεκμαρτής αμοιβής.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
1.Επιχειρηματίας λιανικού εμπορίου με έναρξη το 1993, κόστος μισθοδοσίας 32.000 ευρώ, τζίρο 351.114 ευρώ και δηλωθέντα κέρδη 19.804 ευρώ, απασχολεί δύο υπαλλήλους, εκ των οποίων ο υψηλότερα αμειβόμενος λαμβάνει 22.000 ευρώ ετησίως.
Ισχύον σύστημα
Ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα: 27.400 ευρώ (22.000 ευρώ max κατώτατου μισθού και μισθού υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου + 3.200 ευρώ λόγω προσαύξησης μισθοδοσίας + 2.200 ευρώ λόγω προσαύξησης ΚΑΔ).
Μετά τις αλλαγές
Ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα: 22.000 ευρώ (μείωση 19,71%), το οποίο προκύπτει ως εξής:
– 19.596 ευρώ (14.196 ευρώ κατώτατος μισθός + 3.200 ευρώ λόγω προσαύξησης μισθοδοσίας + 2.200 ευρώ λόγω προσαύξησης ΚΑΔ). Στη συνέχεια γίνεται σύγκριση με τον μισθό του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου και θα λαμβάνεται υπόψη το μεγαλύτερο, δηλαδή 22.000 ευρώ.
2.Κουρείο σε χωριό 900 κατοίκων, με έναρξη το 2016, υπολογίζεται το έτος 2024 να έχει τζίρο 16.000 ευρώ, συνολικό κόστος μισθοδοσίας 11.900 ευρώ και κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα 6.500 ευρώ.
Με βάση το ισχύον σύστημα, η ελάχιστη τεκμαρτή αμοιβή του υπόχρεου ανέρχεται σε 13.244 ευρώ (12.012 ευρώ λόγω μίας τριετίας + 1.190 ευρώ προσαύξηση λόγω μισθοδοσίας + 42 ευρώ προσαύξηση λόγω τζίρου ΚΑΔ).
Με βάση τη νέα πρόταση, η ελάχιστη τεκμαρτή αμοιβή του θα υπολογιστεί σε 6.622 ευρώ (13.244 x 50%), το οποίο συνεπάγεται σημαντική φορολογική ελάφρυνση για τον επιτηδευματία.
3.Ξυλουργός με έναρξη το 2006 και τζίρο 45.000 ευρώ κατά το έτος 2024 αναμένεται να δηλώσει κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα 12.000 ευρώ, με μέσο όρο τζίρου ΚΑΔ 33.000 ευρώ.
Με βάση το ισχύον σύστημα, η ελάχιστη τεκμαρτή αμοιβή τού ως άνω υπόχρεου ανέρχεται σε 15.134 ευρώ (14.534 ευρώ λόγω τριών τριετιών + 600 ευρώ προσαύξηση λόγω τζίρου ΚΑΔ: 5% x 12.000 (45.000 – 33.000).
Με βάση τη νέα πρόταση (αναπροσαρμογή του μέσου όρου τζίρου του ΚΑΔ κατά 10%), η ελάχιστη τεκμαρτή αμοιβή του θα υπολογιστεί σε 14.969 ευρώ (14.534 ευρώ λόγω τριών τριετιών + 435 ευρώ προσαύξηση λόγω τζίρου ΚΑΔ: 5% x 8.700 (45.000 – 36.300 [33.000 x 1,1]), το οποίο επίσης συνεπάγεται φορολογική ελάφρυνση για τον επιτηδευματία.