Έκτακτος φόρος για την επιδότηση λογαριασμών Αυγούστου-Σεπτεμβρίου

Το ράλι τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος φέρνει δεύτερη παρακράτηση στα «υπερκέρδη» των παραγωγών-παρόχων
21:43 - 17 Ιουλίου 2024

Δραστικά μέτρα, για να αποσοβηθεί έστω και μια ολιγόμηνη περαιτέρω επιβάρυνση των καταναλωτών ενέργειας τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο από το ξέφρενο ράλι των τιμών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας ετοιμάζεται να λάβει η κυβέρνηση, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να προαναγγέλλει χθες επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος για τον Αύγουστο και ίσως τον Σεπτέμβριο, μέσω της έκτακτης φορολόγησης των «ουρανοκατέβατων» κερδών των ηλεκτροπαραγωγών.

Αποζημιώσεις

Στόχος της κυβέρνησης, που αντιμετωπίζει με έκδηλη πολιτική ανησυχία το νέο κύμα ανατιμήσεων στην ενέργεια, είναι να συγκεντρώσει πόρους, ώστε να αποζημιώσει τους καταναλωτές που πληρώνουν κυμαινόμενα τιμολόγια, από τα χρήματα που θα αντληθούν μέσω της έκτακτης φορολόγησης εταιρειών, οι οποίες, σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία για όλα τα Βαλκάνια, εξάγουν μεγάλο μέρος της παραγωγής τους σε υπερβολικά υψηλές τιμές και γεμίζουν τα ταμεία τους.

Τα μέτρα θα ανακοινωθούν λεπτομερώς σήμερα σε συνέντευξη Τύπου που θα παραχωρήσει ο αρμόδιος υπουργός Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης. Στη συνέντευξή του χθες στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο για «έκτακτη φορολόγηση δύο μηνών», ώστε να αντιμετωπιστεί η προσωρινή στρέβλωση στην ελληνική και την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, για την οποία -όπως δήλωσε- «δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια, έως ότου λάβει αποφάσεις η ΕΕ». Παράλληλα, ο πρωθυπουργός εξέφρασε την εκτίμηση ότι η διαταραχή θα είναι προσωρινή, αλλά η κυβέρνηση κρίνει σκόπιμο να ανακουφίσει ακόμη και για έναν ή δύο μήνες τους καταναλωτές, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις να πληρώσουν λογικές τιμές, αντίστοιχες του παρελθόντος.

Η φορολόγηση των υπερκερδών δεν θα σβήσει φυσικά τη φωτιά των αυξήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος, που αναμένεται να συνεχιστούν τουλάχιστον για την περίοδο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου, μένει ωστόσο να δούμε πώς και ποιοι από τους καταναλωτές θα επιδοτηθούν και με τι ποσά. Ήδη, κατά τη διάρκεια του τελευταίου τρίμηνου οι ανατιμήσεις στη χονδρεμπορική αγορά έχουν ήδη επιβαρύνει κατά 55%-60% τους λογαριασμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (από τα 10,2 λεπτά η κιλοβατώρα τον Απρίλιο απογειώθηκε στα 16 λεπτά τον Ιούλιο), ενώ τον Αύγουστο όλα δείχνουν πως η μέση τιμή λιανικής για τους καταναλωτές θα αυξηθεί επιπλέον 30% και πιθανόν να προσεγγίσει ακόμη και τα 18-20 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα, με αποτέλεσμα η τιμή των κυμαινόμενων τιμολογίων να διπλασιαστεί σε διάστημα λίγων μηνών!

Τα σενάρια

Από τα τρία σενάρια που βρέθηκαν χθες στο τραπέζι και αναλύθηκαν κατά την έκτατη σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου, αυτό που κέρδισε έδαφος είναι η επιβολή έκτακτου φόρου στα «υπερέσοδα» των ηλεκτροπαραγωγών. Θα είναι η δεύτερη φορά μετά την κρίση του 2022 που επιβάλλεται τέτοιος φόρος, αν και δεν αναμένεται να αποδώσει παρά κλάσμα από τα έσοδα των 373.500.000 ευρώ που είχε αποφέρει η έκτακτη φορολόγηση εκείνης της περιόδου. Η προσωρινή επαναφορά του πλαφόν στη χονδρεμπορική τιμή -παρόμοιο μέτρο με αυτό που ίσχυε ως τα τέλη του 2023- ώστε τα επιπλέον ποσά να ενισχύουν το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και η επιβολή φόρου στο φυσικό αέριο, παρότι η τιμή του κινείται στα 30 ευρώ, δηλαδή πολύ χαμηλότερα από τα 300 ευρώ την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, φαίνεται πως έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα.

Πηγές του υπουργείου Περιβάλλοντος έλεγαν χθες πως από τη στιγμή που προκρίνεται η επιβολή έκτακτου φόρου θα αποτελέσει προειδοποίηση προς τους ηλεκτροπαραγωγούς της χώρας να μην εκμεταλλεύονται στο έπακρο την αρνητική συγκυρία στην ευρύτερη γειτονιά μας, εξάγοντας μεγάλες ποσότητες ενέργειας σε τιμές που ίπτανται, λόγω της πολύ μεγάλης διεθνούς ζήτησης, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν τελικά και τις χονδρεμπορικές τιμές σε μεγάλο τμήμα της ΝΑ Ευρώπης.

Ο παρατεταμένος καύσωνας, η περιορισμένη παραγωγή και οι εξαγωγές σε χώρες που πληρώνουν «όσο όσο»

Συνολικό «καπέλο» 30 ευρώ θα έχουν φορτωθεί εκατομμύρια καταναλωτές που «καίνε» μηνιαίως 300 κιλοβατώρες με τα πράσινα ή κίτρινα τιμολόγια, μεταξύ του Μαΐου και του Αυγούστου, αν τελικά στους λογαριασμούς του επόμενου μήνα οι προμηθευτές περάσουν στη λιανική τις αυξήσεις στη χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος. Είναι το αποτέλεσμα όσων «παράδοξων» συμβαίνουν στο περιβόητο Χρηματιστήριο Ενέργειας της Ευρώπης, στο οποίο πλέον συμμετέχει και η Ελλάδα -και μάλιστα με πλεόνασμα ρεύματος- και το οποίο ανεβοκατεβάζει τις τιμές κατά το δοκούν της προσφοράς και της ζήτησης. Με απλά λόγια, αν κάποιος τον Μάιο πλήρωνε λογαριασμό ρεύματος (χωρίς πάγιο και ΦΠΑ) 30-31 ευρώ με τη μέση λιανική τιμή στα 0,103 ευρώ ανά κιλοβατώρα, για τον Ιούλιο θα πληρώσει λογαριασμό 48 ευρώ (40 ευρώ, αν είναι στη ΔΕΗ, όπως οι περισσότεροι) και για τον Αύγουστο κοντά στα 60 ευρώ, αν η τιμή κινηθεί προς τα 20 λεπτά η κιλοβατώρα.

Μπορεί η μέση επιβάρυνση των 5-8 ευρώ τον μήνα να μη γίνεται αντιληπτή ή σε σχέση με τον θόρυβο που έχουν πυροδοτήσει οι μεγάλες μεταβολές των τιμών στο πανευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ενέργειας (η τιμή της μεγαβατώρας έχει ανέβει από τα 60 στα 130 ευρώ το τελευταίο τρίμηνο), δεν παύει όμως να ισοδυναμεί με διπλασιασμό συγκριτικά με τις ελάχιστες τιμές των 9-10 λεπτών που είχε πιάσει η κιλοβατώρα μόλις τρεις μήνες πριν, σε μια περίοδο χαμηλής κατανάλωσης και λελογισμένων τιμών από τους ηλεκτροπαραγωγούς.

Σήμερα, όμως, η αγορά ρεύματος διανύει μια περίοδο «προσωρινής παράνοιας» με επίκεντρο τη γειτονιά μας στα Βαλκάνια, όπου οι τιμές έχουν εκτοξευτεί και κατά διαστήματα εντός της ημέρας φτάνουν ακόμη και τα 500-760 ευρώ η μεγαβατώρα, όταν το μεσημέρι, που υπάρχει υπερπαραγωγή από τα φτηνά φωτοβολταϊκά και τα αιολικά, δεν ξεπερνούν τα 50-60 ευρώ. Σήμερα, τόσο η Ελλάδα όσο και πολλές χώρες της ΝΑ Ευρώπης θα βρίσκονται στο «κόκκινο». Η μέση τιμή της χονδρικής στην Ελλάδα σκαρφάλωσε στα 218,77 ευρώ/μεγαβατώρα, κοντά στο ρεκόρ έτους, με τη μέγιστη να πιάνει τα 759,92 ευρώ! Η χώρα μας έχει την 4η ακριβότερη θέση πανευρωπαϊκά, πίσω από Ρουμανία, Ουγγαρία και Βουλγαρία.

Ο παρατεταμένος καύσωνας, που ανεβάζει κατακόρυφα τη ζήτηση στην Ελλάδα και πολλές χώρες της Βαλκανικής, είναι ένας λόγος. Η περιορισμένη παραγωγή από φτηνά εργοστάσια παραγωγής, όπως το πυρηνικό στο Κοζλοντούι της Βουλγαρίας, που υπολειτουργεί, η συντήρηση γραμμών μεταφοράς, οι βλάβες στο δίκτυο, οι ελλείψεις ρεύματος σε Ουγγαρία, Ρουμανία και άλλες χώρες, που ζητάνε ρεύμα «όσο όσο» από την ευρωπαϊκή αγορά, και οι ακριβές τιμές πώλησης από τις μονάδες φυσικού αερίου δημιουργούν εκρηκτικό μείγμα για τις χονδρικές τιμές, που τελικά «σκάει» μέχρι σήμερα στα χέρια των καταναλωτών.