Στοίχημα για την ανάπτυξη της ελληνικής Οικονομίας θα αποτελέσει η ενίσχυση της αποταμίευσης των νοικοκυριών τα επόμενα χρόνια. Το «κομπόδεμα» των ελληνικών οικογενειών υπέστη σοβαρό πλήγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης, και συγκεκριμένα από 9% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2009 σε -4% (αρνητική αποταμίευση) του διαθέσιμου εισοδήματος το 2022.
ΑΥΞΗΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ
Η αποταμίευση των ιδιωτών στην Ελλάδα παραμένει αρνητική, παρά την αύξηση των καταθέσεων, αφού τα δύο μεγέθη δεν είναι ταυτόσημα. Αύξηση των καταθέσεων μπορεί να επέλθει, αν ένα νοικοκυριό ρευστοποιήσει άλλα περιουσιακά του στοιχεία και καταθέσει το τίμημα στον λογαριασμό του στην τράπεζα. Αυτό όμως δεν συνιστά αποταμίευση. Αποταμίευση σημαίνει να μη δαπανάς όλο τον μισθό σου στην κατανάλωση, αλλά από το μηνιαίο εισόδημα να βάζεις κάτι στην άκρη. Κάτι που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα και το οποίο δεν συνδέεται ούτε με την ακρίβεια -και το επιχείρημα ότι δεν περισσεύει τίποτα στα νοικοκυριά για αποταμίευση- ούτε με το επιχείρημα ότι τα επιτόκια των καταθέσεων είναι χαμηλά και δεν λειτουργούν ως κίνητρο για αποταμίευση. Παρ’ όλα αυτά, ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, κάλεσε τις τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων, τα οποία σήμερα είναι σχεδόν μηδενικά. Έρευνα της Eurobank για την αποταμίευση που εκπόνησαν καθηγητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Σ. Καλυβίτης, Μ. Κατσίμη, Θ. Μούτος) δείχνει ότι οι Έλληνες αποταμίευαν τουλάχιστον το διπλάσιο στη δεκαετία του 1960, όταν ήταν πολύ φτωχότεροι. Επίσης, τα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων δεν ήταν, κατά μέσο όρο, μικρότερα στην Ελλάδα απ’ ό,τι στις άλλες χώρες, την ώρα που στο εξωτερικό τα νοικοκυριά αύξαναν την αποταμίευση, ενώ στην Ελλάδα η αποταμίευση συρρικνωνόταν, ώσπου έγινε αρνητική. Κατόπιν αυτών, δεδομένα όπως π.χ. ότι οι συντάξεις ξεπερνούσαν το ύψος του μισθού που λάμβαναν οι ιδιώτες ως εργαζόμενοι ή ότι υπάρχει υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης, αλλά και συχνότερες -σε σχέση με το εξωτερικό- γονικές παροχές για μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων στα παιδιά, αποθάρρυναν την αποταμίευση. Στην ίδια κατεύθυνση οδηγεί και η υψηλή φοροδιαφυγή των αυτοαπασχολούμενων ή το υψηλό κόστος που δαπανούν τα νοικοκυριά για στέγαση.
ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΣΗ
Η Ελλάδα έχει αρνητικό ρεκόρ στην αποταμίευση των νοικοκυριών. Βρίσκεται στην τελευταία θέση, έχοντας τη χαμηλότερη εθνική αποταμίευση (και δη αρνητική) ως ποσοστό του ΑΕΠ, από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, καθώς και από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ (στοιχεία 2022). Μάλιστα, η διαφορά στα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης μεταξύ της Ευρωζώνης και της Ελλάδας διευρύνθηκε, κάτι που οφείλεται στη μεγάλη πτώση του ποσοστού αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα, ενώ η αποταμίευση του δημοσίου τομέα αυξήθηκε μετά το 2010. Όπως διαπιστώνει η έρευνα, τα νοικοκυριά στην Ελλάδα έχουν το χαμηλότερο ποσοστό χρηματοοικονομικών στοιχείων (καταθέσεις, ομόλογα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια κ.ο.κ.) στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων τους (που σημαίνει ότι η αποταμίευση των Ελλήνων κατευθύνεται κυρίως σε ακίνητα), αλλά επίσης έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό καταθέσεων στο σύνολο των χρηματοοικονομικών τους στοιχείων. Τα ευρήματα της έρευνας της Eurobank δείχνουν ότι:
- Η μέση ετήσια αποταμίευση ανέρχεται στα 1.076 ευρώ, ενώ είναι αρνητική για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και παιδιά (-2.159 ευρώ).
- Η μέση ετήσια αποταμίευση των συνταξιούχων ανέρχεται σε 2.248 ευρώ, των εργαζομένων σε 410 ευρώ, των μισθωτών σε 542 ευρώ και των αυτοαπασχολούμενων σε 63 ευρώ.
- Το 40% της συνολικής αποταμίευσης προέρχεται από το 1% των νοικοκυριών με τα υψηλότερα εισοδήματα.
- Στο σύνολο του δείγματος της έρευνας, το ποσοστό αποταμίευσης είναι 5,3%, ενώ είναι μόλις 1,6% για τους εργαζόμενους.
- Τα ποσοστά αποταμίευσης διαφέρουν σημαντικά ανά κλίμακα εισοδήματος και είναι αρνητικά για τέσσερα στα δέκα νοικοκυριά.
- Οι δαπάνες για Υγεία και εκπαίδευση σχετίζονται αρνητικά με την αποταμίευση.
- Τα νοικοκυριά που δηλώνουν δαπάνες σε τυχερά παίγνια έχουν σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό αποταμίευσης.