Το «ευρωπαϊκό μέτωπο» εναντίον των πολυεθνικών, που επιχειρεί να ανοίξει η κυβέρνηση με την επιστολή του πρωθυπουργού προς την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει τετραπλό στόχο:
– Να µην παρεµποδίζεται η ελεύθερη διακίνηση των αγαθών με «έμμεσες πρακτικές» που εφαρµόζουν οι πολυεθνικές και δεν επιτρέπουν τις παράλληλες εισαγωγές, τα λεγόμενα «territorial supply constraints» (εδαφικοί εφοδιαστικοί περιορισμοί).
– Να καταπολεμηθεί η πρακτική του «shrinkflation» με την πώληση του προϊόντος με την ίδια τιμή αλλά σε μικρότερη συσκευασία, επιτυγχάνοντας έμμεση αύξηση.
– Την καταπολέμηση του «arbitrage» (η εμπορική πράξη κατά την οποία μια οικονομική μονάδα αγοράζει ένα αγαθό από έναν τόπο και το μεταπωλεί με υψηλότερο αντίτιμο σε άλλο τόπο).
– Την αλλαγή της νομολογίας ώστε να αντιμετωπιστεί η γεωγραφική διάκριση τιµών, που επιβαρύνει ετησίως κατά 14 δισεκατομμύρια ευρώ τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ
Με την αγορά στο πλευρό του, όπως διαβεβαίωσε στο άρθρο του στο ΑΠΕ ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, η εγχώρια αγορά έρχεται αντιμέτωπη με τα τέσσερα βασικά επιχειρήματα των πολυεθνικών που προσπαθούν να δικαιολογήσουν την τιμολογιακή πολιτική τους:
– Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα με λίγους κατοίκους και μικρό «βάθος ανταγωνισμού», έτσι οι θυγατρικές των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στη χώρα έχουν περισσότερες ζημίες παρά κέρδη.
– Τα σημεία πώλησης λόγω του ανάγλυφου της χώρας είναι διάσπαρτα και αυτό αυξάνει το μεταφορικό κόστος των προϊόντων.
– Το «shrinkflation» δεν αποτελεί ευθύνη των πολυεθνικών, αφού στη χώρα μας χρησιμοποιούνται διαφορετικές συσκευασίες από την υπόλοιπη Ευρώπη, λόγω των συνθηκών στην εγχώρια μεταποιητική βιομηχανία (μικρότερες σε μεγέθη επιχειρήσεις που αλλάζουν πολύ πιο σπάνια τις συσκευασίες για να μην ανεβάζουν το κόστος).
– Η φορολόγηση στην Ελλάδα είναι υψηλότερη από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη.
«ΠΑΡΑΘΥΡΑ»
Όμως υπάρχουν και άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι πολυεθνικές εταιρείες, εκμεταλλευόμενες κυρίως τη διαφορετική έδρα ανάμεσα στη μητρική και τις θυγατρικές εταιρείες, για να προστατεύουν τα κέρδη τους:
– Στην περίπτωση που η θυγατρική στην Ελλάδα δεν έχει παραγωγική αλλά μόνο εμπορική δραστηριότητα, μπορεί η μητρική να επιβάλλει υψηλότερο κόστος για τα δικαιώματα των προϊόντων, κρατώντας έτσι τις τιμές ψηλά για μια συγκεκριμένη αγορά.
– Στην περίπτωση που η θυγατρική έχει και παραγωγική εκτός από εμπορική δραστηριότητα, μπορεί η μητρική να επιβάλλει την αγορά πρώτων υλών με υψηλές τιμές από άλλες θυγατρικές της που έχουν έδρα εκτός Ελλάδας. Πρόκειται για το «transfer price» (ενδοομιλική συναλλαγή).
– Η θυγατρική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είναι δυνατό να εμφανίζει ότι δανείζεται από τη μητρική της με -σκόπιμα- υψηλά επιτόκια, μεταφέροντας το υψηλό κόστος δανεισμού στις τελικές τιμές για τον καταναλωτή.
Όμως και οι πολίτες δεν είναι εντελώς αδύναμοι, καθώς όπως επισημαίνει ο Βασίλης Κορκίδης: «Η ζήτηση από τους καταναλωτές είναι πολύ σημαντική, αφού αν έχουν περισσότερες επιλογές και αγοραστική δύναμη, οι πολυεθνικές εταιρείες ίσως δυσκολευτούν να αυξήσουν τις τιμές χωρίς να χάσουν πελάτες. Συνολικά η επίδραση της συγκέντρωσης της αγοράς στις τιμές είναι καθοριστική και το μέγεθός της εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών».
ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
Στο φαινόμενο των περιορισμών που επιβάλλουν οι πολυεθνικές εταιρείες στους Έλληνες προμηθευτές του λιανεμπορίου, το «territorial supply constraints», επικέντρωσε στην ανάρτησή του ο Άκης Σκέρτσος. Ο υπουργός Επικρατείας αναφέρεται στη -νόμιμη πάντως- πρακτική των «εδαφικών εφοδιαστικών περιορισμών». Οι πολυεθνικές, λόγω της ασύμμετρης δύναμης που έχουν έναντι μεμονωμένων κρατών-μελών, αλλά και μεμονωμένων χονδρεμπόρων και λιανεμπόρων, μπορούν στην αγορά αυτών των κρατών να επιβάλουν τον περιορισμό της προμήθειας προϊόντων από άλλες πηγές. Σχηματικά και πολύ απλοϊκά, μπορούν να πουν στον πελάτη τους στην Ελλάδα: “Αν θες να προμηθευτείς από την εταιρεία μου, π.χ. σαμπουάν, από εμένα θα αγοράσεις και τα άλλα προϊόντα που χρειάζεσαι, π.χ. καφέ ή κονσέρβες”».
Η χώρα μας είναι ευάλωτη σε αυτόν τον περιορισμό, καθώς ο πρωτογενής τομέας είναι συρρικνωμένος και οι εναλλακτικές για την τροφοδοσία της αγοράς ελάχιστες.