Πολύ μεγάλες αποκλίσεις τιμών καταγράφονται στα ίδια προϊόντα που πωλούν οι πολυεθνικές εταιρείες στα ελληνικά σουπερμάρκετ και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Διαφορές που σε πολλές περιπτώσεις αγγίζουν ακόμη και το 100% και οι οποίες δεν μπορούν να δικαιολογηθούν λόγω του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς – πόσω μάλλον με τα χαμηλότερα εισοδήματα των Ελλήνων. Μπορούν, όμως, να δικαιολογήσουν την πρωτοβουλία συγκρότησης «πανευρωπαϊκού μετώπου» κατά της ακρίβειας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει ευρωπαϊκή παρέμβαση ώστε «να μας εξηγήσουν οι πολυεθνικές γιατί τιμολογούν διαφορετικά τα προϊόντα στις χώρες-κράτη της ΕΕ».
Μια μικρή αναζήτηση της «Α» στα ηλεκτρονικά καταστήματα σε σουπερμάρκετ της Ελλάδας, της Γαλλίας και της Ιταλίας ανέδειξε τεράστιες διαφορές τιμών:
Ενδεικτικά, αναφέρουμε τα παρακάτω προϊόντα:
ΑΠΟΣΜΗΤΙΚΟ DOVE
ΓΑΛΛΙΑ 81,80 €/λίτρο
ΕΛΛΑΔΑ 110,40 €/λίτρο (σε προσφορά διαμορφώνεται 60,40 €/λίτρο)
PEPSI 1,5 λίτρο
ΓΑΛΛΙΑ 1,09 €
ΕΛΛΑΔΑ 2,04 € (σε προσφορά διαμορφώνεται 1,54 €)
KELLOG’S COCO POPS
ΙΤΑΛΙΑ 450g 3,65 € (8,10 €/kg)
ΕΛΛΑΔΑ 330gr 4,48 € (13,58 €/kg)
RIO MARE 2Χ160g
ΙΤΑΛΙΑ 5,35 €
ΕΛΛΑΔΑ 8,56 € (σε προσφορά διαμορφώνεται 5,99 €)
Πώς, όμως, μπορούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να παρέμβουν; Ο έλεγχος των τιμών των πολυεθνικών εταιρειών είναι ένα σύνθετο θέμα και η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται από τον συνδυασμό πολλών παραγόντων και την ενεργητική ρύθμιση της αγοράς.
Οι πολυεθνικές διαθέτουν δίκτυα πωλήσεων με μητρικές και θυγατρικές εταιρείες που λειτουργούν με πολλούς τρόπους, ανάλογα με τη στρατηγική και τον τομέα της επιχείρησης. Ο γενικός τρόπος λειτουργίας είναι:
-Η μητρική -που είναι και η κεντρική εταιρεία -βρίσκεται στη χώρα προέλευσης της πολυεθνικής. Συνήθως, η μητρική εταιρεία διαχειρίζεται τις στρατηγικές αποφάσεις, την έρευνα και την ανάπτυξη, τη χρηματοοικονομική διαχείριση και άλλες κεντρικές λειτουργίες.
-Οι θυγατρικές εταιρείες -υποκαταστήματα της μητρικής εταιρείας- που λειτουργούν σε άλλες χώρες και είναι υπεύθυνες για την τοπική διαχείριση, τις πωλήσεις, το μάρκετινγκ, την υποστήριξη πελατών και άλλες δραστηριότητες.
Οι πολυεθνικές εταιρείες υπόκεινται σε κανόνες φορολόγησης στα κράτη-μέλη της ΕΕ και υπάρχουν προσπάθειες για τη βελτίωση της φορολογικής διαφάνειας και την αντιμετώπιση της φορολογικής αποφυγής. Επίσης, υπάρχει νομοθεσία που προστατεύει τους καταναλωτές από παραπλανητικές πρακτικές και επιβάλλει υψηλά πρότυπα ασφάλειας για προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρονται στην ευρωπαϊκή αγορά. «Το ερώτημα είναι εάν πράγματι αυτοί οι κανόνες λειτουργούν σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού και εάν επαρκούν στη παρατεταμένη ακρίβεια που διανύουμε τα τελευταία δύο χρόνια», σχολιάζει, μιλώντας στην «Α» ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, ο οποίος επιβεβαιώνει πως η Ελλάδα έχει από τις μεγαλύτερες κοστολογήσεις, που δεν δικαιολογούνται ούτε από φυσικές καταστροφές της κλιματικής αλλαγής ούτε από το μεταφορικό κόστος λόγω της απόστασης της χώρας μας από τα παραγωγικά κέντρα της Ευρώπης, ούτε από τα αντίστοιχα κόστη σε ενέργεια και εξηγεί:
«Οι συνηθέστερες πρακτικές που ακολουθούνται για να ανεβάζουν το κόστος των πωλούμενων στην Ελλάδα προϊόντων, ειδικά όταν η θυγατρική στην Ελλάδα είναι εμπορική εταιρεία, είναι η επιβολή πολύ υψηλών δικαιωμάτων χρήσης των σημάτων “royalties”, οι υψηλές τιμές προϊόντων ιδιωτικής τους ετικέτας, ο εσωτερικός τους δανεισμός με πολύ υψηλά επιτόκια και βεβαίως εκμεταλλεύονται τα χαμηλά επίπεδα φορολόγησης σε χώρες της ΕΕ».