Όλο και λιγότερα «κόκκινα» δάνεια

Σε συνθήκες πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων, το «στοκ» των τραπεζών μειώθηκε σε 9,9 δισ. € το 2023
13:18 - 3 Μαΐου 2024

Συνεχιζόμενη μείωση του αποθέματος των «κόκκινων» δανείων και περιορισμένη δημιουργία νέων επιτυγχάνουν οι τράπεζες παρά τις συνθήκες πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων. Αυτό πιστοποιούν τα στοιχεία της ΤτΕ για το 2023 και αποτυπώνεται επίσης στα αποτελέσματα για το α΄ τρίμηνο του 2024, που ανακοίνωσαν ήδη η Τράπεζα Πειραιώς και η Εθνική Τράπεζα. Ειδικότερα, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς διαμορφώθηκαν στο 1,3 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου 2024 σε σύγκριση με 2,4 δισ. έναν χρόνο πριν και ο δείκτης ΜΕΑ (NPE) έπεσε στο 3,5% από 6,6% αντίστοιχα. Η Εθνική Τράπεζα παρουσίασε μη εξυπηρετούμενα δάνεια 1,3 δισ. ευρώ και μόλις 200.000.000 ευρώ μετά τις προβλέψεις, με δείκτη ΜΕΑ στο 3,7%.

ΣΤΟΧΟΣ ΕΠΕΤΕΥΧΘΗ

Σύμφωνα με την ΤτΕ, το 2023, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού συστήματος μειώθηκε σε 9,9 δισ. ευρώ, ενώ τα νέα «κόκκινα» δάνεια κινήθηκαν στα 800.000.000 ευρώ, όπως προκύπτει από τη διαφορά των ροών από εξυπηρετούμενα προς μη εξυπηρετούμενα δάνεια που ανήλθε σε 2,6 δισ. ευρώ μείον τις ροές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τα εξυπηρετούμενα που διαμορφώθηκαν σε 1,8 δισ. ευρώ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων στο τέλος του 2023 διαμορφώθηκε σε 6,6% έναντι 8,7% στο τέλος του 2022, με τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες να έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ και τις τρεις εξ αυτών να βρίσκονται κάτω από το 5%. Στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6% το 2023.

Η «ακτινογραφία» των μη εξυπηρετούμενων δανείων δείχνει ότι οι τράπεζες έχουν δάνεια αβέβαιης είσπραξης ύψους 3,2 δισ. ευρώ (32% των ΜΕΔ), μειωμένα κατά 20,3% σε σχέση με το τέλος του 2022 (4,1 δισ. ευρώ). Ωστόσο, τα δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) αυξήθηκαν κατά 9%, με αποτέλεσμα να ανέλθουν σε 5,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2023 από 4,9 δισ. στο τέλος του 2022. Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τα επιχειρηματικά δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 30 ημέρες. O λόγος των δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώνεται σε 3,8%.

Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) υποχώρησαν περαιτέρω στο τέλος του 2023 και διαμορφώθηκαν σε 2,5 δισ. ευρώ (25,5% των ΜΕΔ), μειωμένα κατά 7,7% σε σχέση με το τέλος του 2022 (4,4 δισ. ευρώ). Σημειώνεται ότι το 68,5% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους (το ποσοστό είναι μειωμένο σε σχέση με το τέλος του 2022 που ανερχόταν σε 77%). Το αντίστοιχο ποσοστό καθυστέρησης για τα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχεται σε 75,5%, για τα στεγαστικά σε 54,7% και για τα καταναλωτικά σε 62,5%. Το 42% των ΜΕΔ αφορά καταγγελμένες απαιτήσεις, οι οποίες στο τέλος του 2023 ανήλθαν σε 4,2 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 5,8% ή 0,6 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2022, κυρίως λόγω των συναλλαγών πωλήσεων δανείων.

ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Το 10,6% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το τέλος του 2022 (13,3%). Το 64,4% των ΜΕΔ άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί έναντι 65,5% στο τέλος του 2022, ενώ τα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 72,4%, 73,5% και 59,2% αντίστοιχα.

Οι διαγραφές δανείων τον Δεκέμβριο του 2023 ανέρχονταν σε 1,041 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 739.500.000 ευρώ αφορούν καταγγελμένες απαιτήσεις, κυρίως, επιχειρηματικών δανείων (0,57 δισ. ευρώ). Σημειώνεται ότι 128.000.000 ευρώ (1,3% των ΜΕΔ) αφορούν απαιτήσεις που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας και για τις οποίες εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Από αυτά, 59.000.000 ευρώ αφορούν απαιτήσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί.