Με διαφορετικό τρόπο υπολογίζεται η προσαύξηση στην κύρια και την επικουρική σύνταξη για τους 80.000 συνταξιούχους που έχουν δηλώσει στην πλατφόρμα του ΕΦΚΑ ότι απασχολούνται, αναλόγως αν ανήκουν στους παλιούς (προ του νόμου Κατρούγκαλου) ή τους νέους συνταξιούχους και δικαιούνται προσαύξηση μέχρι και 13,33% της σύνταξής τους, όταν και εφόσον διακόψουν την εργασία τους.
ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ
Το ποσό της προσαύξησης για την κύρια σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης ως συνταξιούχου και τα οικονομικά αποτελέσματα της προσαύξησης εκκινούν από την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα υποβολής της αίτησης προσαύξησης. Το ίδιο ισχύει και για τον επιπλέον υπολογισμό της επικουρικής σύνταξης. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση συμπληρωματικής εφάπαξ παροχής είναι η προσμέτρηση του πρόσθετου χρόνου ασφάλισης στην κύρια σύνταξη.
Για τους παλιούς απασχολούμενους συνταξιούχους πριν από τη 12η/5/2016, οι οποίοι συνέχισαν απασχολούμενοι χωρίς διακοπή και μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, ο χρόνος εργασίας ή η αυτοαπασχόληση ή μέρος αυτού, οποτεδήποτε και αν διανύθηκε, αξιοποιείται με τις διατάξεις παλαιότερων νόμων και δεν μετρούν οι συντελεστές υπολογισμού του νόμου Βρούτση αλλά οι μειωμένοι (για 30 έτη ασφάλισης και άνω) συντελεστές του νόμου Κατρούγκαλου.
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Αυτό αποσαφηνίζει εγκύκλιος του e-ΕΦΚΑ για την αξιοποίηση του χρόνου εργασίας ή αυτοαπασχόλησης των συνταξιούχων, που δύναται να γίνει:
– Με βάση τις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 114 του νόμου 5078/2023.
– Με βάση τις διατάξεις του ν. 4387/2016.
– Συνδυαστικά, με βάση και τον ν. 5078/2023 και τον ν. 4387/2016.
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του ΕΦΚΑ, το ποσό προσαύξησης για την κύρια σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές του νόμου Κατρούγκαλου 4387/2016 (όπως ισχύουν) και μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης, δηλαδή αυτοτελώς. Η απασχόληση μετά τη συνταξιοδότηση προσαυξάνει την ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη, λαμβάνοντας υπόψη ολόκληρο τον χρόνο ασφάλισης μετά τη συνταξιοδότηση, για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές.
* Για παράδειγμα, συνταξιούχος που πριν από το 2016 εργάστηκε για 7 χρόνια δικαιούται προσαύξηση στην ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη ίση με 5,39%, ενώ συνταξιούχος με εργασία πριν από το 2016 που εργάστηκε 16 έτη δικαιούται προσαύξηση σύνταξης με ποσοστό αναπλήρωσης 13,44%.
Σε ό,τι αφορά τις συντάξεις εξ ιδίου δικαιώματος που είχαν χορηγηθεί με ημερομηνία έναρξης πριν από τη 13η/5/2016 και οι δικαιούχοι συνέχιζαν ανελλιπώς την εργασία/αυτοαπασχόλησή τους κατά την ημερομηνία αυτή και μετά, αξιοποιήσιμος θα είναι ο χρόνος ασφάλισης από 1/3/2022 (εφόσον καταβάλλονται εισφορές) και έως τη διακοπή της εργασίας/αυτοαπασχόλησης, δεδομένου ότι στον πρώην ΟΓΑ δεν υπήρχαν διατάξεις που να προέβλεπαν την αξιοποίηση του προγενέστερου χρονικού διαστήματος.
Για συνταξιούχους λόγω αναπηρίας του πρώην ΟΑΕΕ του άρθρου 50 του ν. 3996/2011, χωρίς διακοπή επαγγέλματος, αξιοποιήσιμος είναι ο χρόνος από 1/1/2024 και μετά. Έτσι, εγκρίνονται αιτήσεις συνταξιούχων που υπάγονται στις ανωτέρω περιπτώσεις ακόμα και αν κατά τη 1/1/2024 ήταν εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Αιτήσεις που τυχόν είχαν κριθεί οριστικά πριν από τη 1/1/2024 με βάση τις διατάξεις του ν. 4387/16 ή του ν. 4670/2020 θα πρέπει να επανεξεταστούν μετά την υποβολή αίτησης-όχλησης εκ μέρους των ενδιαφερομένων.
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ
Μεικτός τρόπος αξιοποίησης εφαρμόζεται στις περιπτώσεις συνταξιούχων που είχαν διακόψει την επαγγελματική τους δραστηριότητα στις 13/5/2016 και μεταγενέστερα ανέλαβαν νέα δραστηριότητα, οπότε εφαρμόζονται ξεχωριστά οι αντίστοιχες διατάξεις για τα εν λόγω χρονικά διαστήματα.
Το συμπληρωματικό ποσό της σύνταξης από την εργασία μετά τη συνταξιοδότηση (προσαύξηση) υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης που αντιστοιχούν στα χρόνια απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση. Σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη, μέχρι και για 15 χρόνια εργασίας η σύνταξη προσαυξάνεται με ποσοστό 0,77% ανά έτος, για 16-18 χρόνια εργασίας με ποσοστό 0,84% ανά έτος και για 19-21 χρόνια εργασίας με ποσοστό 0,9% ανά έτος.