Ισχυρότερη ανάπτυξη από την Ευρωζώνη την επόμενη διετία, αλλά με ρυθμό οριακά χαμηλότερο από αυτόν που εκτιμούσε τον Ιούνιο, προβλέπει για την Ελλάδα η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής για το 2023 που κατέθεσε χθες στη Βουλή ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας.
Ειδικότερα, η ΤτΕ προβλέπει ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ στο 2,4% το 2024 (προηγούμενη πρόβλεψη 3%) και το 2025 και στο 2,3% το 2026. Για τον πληθωρισμό, η ΤτΕ αναφέρει ότι θα συνεχίσει την καθοδική πορεία του, με πρόβλεψη για 4,1% φέτος από 9,3% το 2022. Μέχρι το τέλος της περιόδου πρόβλεψης (2026) ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2%).
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, η εδραίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισφραγίστηκε με την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου στην επενδυτική κατηγορία, ενώ παρά τις αλλεπάλληλες διεθνείς κρίσεις και την υψηλή αβεβαιότητα εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την Ευρωζώνη φέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια.
«Ωστόσο οι θετικές προοπτικές δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό», επισημαίνει η ΤτΕ. Μάλιστα καταγράφει τέσσερις κινδύνους και αβεβαιότητες για το μέλλον (τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, χαμηλότερος του αναμενόμενου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθυστέρηση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, ακραία καιρικά φαινόμενα), καθώς και τις προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει η οικονομία. Κυριότερες είναι αυτές του πληθωρισμού, του υψηλού δημόσιου χρέους, των μη εξυπηρετούμενων δανείων, των χρόνιων αδυναμιών στην αγορά εργασίας και της χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Για τον λόγο αυτόν, η ΤτΕ καταθέτει 11 προτάσεις πολιτικής περιλαμβανομένης της επιτάχυνσης της απορρόφησης και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, της ενίσχυσης των μεταρρυθμίσεων ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες όπως παραδείγματος χάρη η απονομή της δικαιοσύνης, της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ώστε να διευκολυνθεί η εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων, της περαιτέρω ενίσχυσης της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και της αντιμετώπισης του ιδιωτικού χρέους.