«Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί αισθητά, με το πραγματικό ΑΕΠ να διευρύνεται πέρα από το επίπεδο τάσης που επικρατούσε πριν από την πανδημία. Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ έχει μειωθεί κάτω από το προπανδημικό του επίπεδο, ενώ οι κίνδυνοι χρηματοδότησης του χρέους περιορίζονται μεσοπρόθεσμα λόγω της ευνοϊκής διάρθρωσής του, ενώ το τραπεζικό σύστημα παρέμεινε ανθεκτικό με βελτιωμένους ισολογισμούς», σημειώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην ετήσια έκθεσή του για τη χώρα μας.
Το πραγματικό ΑΕΠ, εκτιμά το ΔΝΤ, προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,5% και 2,0% το 2023 και το 2024, αντίστοιχα, πριν μετριαστεί μεσοπρόθεσμα. Η ιδιωτική κατανάλωση θα υποστηριχθεί από την αύξηση των πραγματικών μισθών, ενώ η επενδυτική δραστηριότητα θα συνεχίσει να επεκτείνεται με την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ωστόσο, μετά τη λήξη της χρηματοδότησης από το 2026, η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να συγκρατηθεί σε περίπου 1,25% μεσοπρόθεσμα. Ο πληθωρισμός προβλέπεται να υποχωρήσει στο 2% έως το τέλος του 2025, καθώς οι πιέσεις στον δομικό πληθωρισμό θα εκτονωθούν σταδιακά, παρά τη συνεχιζόμενη ομαλοποίηση των τιμών τροφίμων και καυσίμων.
Πέρα από τα εύσημα, όμως, το Ταμείο επισημαίνει και τις μακροοικονομικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, εν μέσω της σημαντικής σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, του επίμονου πληθωρισμού και της αύξησης τιμών στα ακίνητα. Παράλληλα, ενώ αξιολογεί θετικά τις αλλαγές του τρόπου φορολόγησης των επαγγελματιών, παραμένει στη «σκληρή γραμμή» για τις αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο, προκρίνοντας την ενίσχυση των επενδυτικών δαπανών, την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και τη στήριξη (μόνο) των πιο ευάλωτων («στοχευμένες κοινωνικές μεταβιβάσεις»).