Ολα κύλησαν τόσο ήσυχα και απλά. Οπως σε όλη του τη ζωή, το ίδιο και στον θάνατό του. O ∆ηµήτρης Ευσταθίου -ένας σπουδαίος πολυτάλαντος λαϊκός καλλιτέχνης- έφυγε το 1996 χωρίς τυµπανοκρουσίες, χωρίς τις κάµερες της τηλεόρασης, δίχως φλας ούτε ευρεία δηµοσιότητα. Ενας σεµνός άνθρωπος, εργάτης του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού, άφησε γιακληρονοµιά πλούσιο έργο, µε πολλά τραγούδια που ερµήνευσε ο ίδιος και µε δικές του συνθέσεις που τραγούδησαν άλλοι τραγουδιστές.
Κανείς και καµία απ’ όσους είχε στηρίξει και προωθήσει ο Ευσταθίου -χωρίς το παραµικρό αντάλλαγµα- δεν βρέθηκε στην κηδεία του για τον τελευταίο ασπασµό ή το τελευταίο χειροκρότηµα. Και δεν παραβρέθηκαν όλοι αυτοί οι ευνοηθέντες, όπως σωστά παρατήρησε φίλος του- γιατί γνώριζαν ότι θα απουσίαζαν οι κάµερες της τηλεόρασης.
O ∆ηµήτρης Ευσταθίου γεννήθηκε στον Κολωνό το 1923 και έζησε τα περισσότερα χρόνια του στη ∆άφνη. Από µικρός µπήκε στον χώρο του λαϊκού και του ρεµπέτικου τραγουδιού. Με τον µικρότερο αδελφό του, τον Σπύρο, µε τον Στέλιο Μακρυδάκη, µε τον Γιάννη Σταµατίου (Σπόρο) εργάστηκαν στο πάλκο, σε λαϊκές ταβέρνες της γειτονιάς, στη «Νίκη», στον «Στέφανο» και αργότερα µε τον Βασίλη Τσιτσάνη, τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Μανώλη Χιώτη, τον Γιώργο Μητσάκη κ.ά. Εκτός από την ιδιότητα του δεξιοτέχνη του µπουζουκιού, διετέλεσε και διευθυντής ορχήστρας στην «Τριάνα τουΧειλά» στη Λεωφόρο Συγγρού.
O Ευσταθίου έγραψε και τραγούδια που έγιναν επιτυχίες και τραγούδησαν ο Πρόδροµος Τσαουσάκης, η Ρένα Ντάλµα και άλλοι διαλεχτοί και ξεχασµένοι σήµερα λαϊκοί καλλιτέχνες. Συνέχισε να παίζει και να τραγουδά λίγο προτού µπει στο νοσοκοµείο.
Με τον θάνατό του, τον Αύγουστο το 1996, έκλεισαν 47 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο λαϊκό µας τραγούδι. Απολαύστε τον σε µια µοναδική εξοµολόγηση για τη ζωή του και για το πώς βρέθηκε από ερασιτέχνης µπουζουξής να τραγουδά δίπλα στη Μαρίκα Νίνου, τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Μανώλη Χιώτη στην «Τριάνα του Χειλά», εκεί όπου έπαιξε για τον Αριστοτέλη Ωνάση, την Τζέιν Μάνσφιλντ και τον Αντονι Κουίν.
Σε πρώτο πρόσωπο
«Τα πρώτα χρόνια της ζωής µου ξεκίνησα ερασιτεχνικά. Επαιζα µπουζούκι στη γειτονιά µε τους φίλους µου. Πήγα στον στρατό. Είχα όρεξη και µελετούσα. Εξελίχθηκα ως µπουζουξής καλός. Απολύθηκα το 1950 και αµέσως έπιασα δουλειά στο καλύτερο µαγαζί τότε, στην “Τριάνα του Χειλά”. Ηµασταν εγώ, ο Τσιτσάνης, ο Ανέστης Αθανασίου και ο Γιώργος ο Λευτεράκης, ο οποίος τώρα βρίσκεταιστην Αµερική. Κάποιος έλειπε εκείνο το βράδυ από τα τέσσερα µπουζούκια και έπρεπε να συµπληρωθούν. Με φώναξανεκεί. Εκείνη την εποχή δεν έπαιζα πουθενά. Είχα απολυθεί και ήµουν στο γκαράζ του αδελφού µου, επισκεύαζα σούστες αυτοκινήτων – αυτή ήταν η δουλειά µου. Ξαφνικά έγινε η πρόταση και µε κάλεσε ο ίδιος ο Χειλάς, ο ιδιοκτήτης του µαγαζιού, γιατί του είχε ζητήσει ο Τσιτσάνης ένα µπουζούκι που να παίζει και να τραγουδάει µαζί. Ετσι ήταν ολοκληρωµένος ο µπουζουξής, ενώ σήµερα ο µπουζουξής είναιπίσω και ο τραγουδιστής µπροστά.»
Καθόµουν σ’ ένα καφενείο, στον Αγιο Ιωάννη της Βουλιαγµένης, και µου κάνουν την πρόταση. Μου είπαν να πάω όπως όπως, γιατί είχαν ανάγκη. Πήγα λοιπόν εκεί και µε τη Μαρίκα Νίνου να τραγουδήσω. Είπα ένα τραγούδι του Λαύκα, το “Ηλιοβασίλεµα σωστό”. Νόµιζα ότιπήγα για µια βραδιά εκεί, όµως µε το που σχολάσαµε µου δίνει το αφεντικό 8 δραχµές και 250 “χαρτούρα”. Καθόµουν λοιπόν στο µαγαζί και σκεφτόµουν ότι θα ήταν καλά αν δούλευα εκεί.
Ερχεται τότε η Νίνου και µε ρωτάει αν λέω και άλλα τραγούδια και αν θέλω να µείνω. Ετσι λοιπόν καθιερώθηκα σ’ αυτή την καρέκλα 8 χρόνια. Στην “Τριάνα του Χειλά” χειµώνα-καλοκαίρι. Κάθε σεζόν άλλαζαν τα προγράµµατα, κάθε τραγουδιστής είχε το συγκρότηµά του κι εγώ περίµενα να είµαι απ’ έξω. Μόνοι τους όµως, όταν έρχονταν τις παραµονές, µου ζητούσαν να µείνω εκεί.
»Αυτό δεν περίµενα να γίνει από τον Χιώτη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που έντυσε καλά την ορχήστρα του µε µεταξωτά πουκάµισα, όπως ήταν κι αυτός άψογα ντυµένος. Ετσι έµεινα στην “Τριάνα” από το 1950 έως το 1958, που έτυχε µια αναποδιά: ο Χειλάς έφερε τον Γούναρη και απέτυχε. Γιατί ο Γούναρης είχε τον δικό του κόσµο και δεν ταυτιζόταν µε το λαϊκό πρόγραµµα, το οποίο το είχα εγώ για να µη χάσουµε τον κόσµο. Αυτό το µαγαζί είχε καθιερωθεί ως αριστοκρατικό µπουζουξίδικο, είχαν περάσει γνωστές προσωπικότητες, όπως ο Ωνάσης, η Μάνσφιλντ, ο Αντονι Κουίν κ.ά.
»Στα χρόνια που ήµουν στην “Τριάνα” προσπαθούσα να µπω στο τραγούδι ως συνθέτης, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Οι εταιρείες δέχονταν τραγούδια µόνο από καθιερωµένους. Ωσπου εµφανίστηκε µια νέα εταιρεία γύρω στο 1958-1960, η RCA. Ιδιοκτήτης ήταν ο Γιώργης Ορφανίδης, ο οποίος µου ζήτησε τραγούδια. Του υπέδειξα και κάποιους τραγουδιστές, όπως ο Πασαλής.
O Ορφανίδης µου σύστησε τον Πρόδροµο Τσαουσάκη και του έδωσα ένα τραγούδι, το “Μπεγλέρι και µαχαίρι”. Στον Τσαουσάκη τελικά έδωσα περίπου 15 τραγούδια. Τότε ήταν στη µόδα τα ντουέτα Χιώτης – Λίντα, Μητσάκης – Χρυσάφη, Παπαϊωάννου – Ντάλια και εγώ µε τη Ρένα Ντάλµα, µια νέα τραγουδίστρια µε σωστή φωνή».
Στις γειτονιές της ∆άφνης
«Ακούγοντας τον ήχο του µπουζουκιού στις γειτονιές της ∆άφνης, µου άρεσε. O φίλος µου ο Στέλιος ο Μακρυδάκης, µεγάλος συνθέτης και πολύ καλός µπουζουξής, είχε ένα µπουζούκι το οποίο είχε βρει ο πατέρας του, που ήταν παλιατζής. Το έπαιρνε µαζί του στη γειτονιά και έπαιζε. Του το ζήτησα κι εγώ και έτσι άρχισα να παίζω ερασιτεχνικά. Επειτα από λίγους µήνες απέκτησα µπουζούκι και κάναµε ντουέτο πρίµο-σεγόντο. Ενα βράδυ, µας παίρνει ο πατέρας του, πιτσιρίκια τότε, και µας πηγαίνει σε ένα ταβερνάκι, στην ταβέρνα του Στέφανου, στην οδό Σπινθάρου, στον Νέο Κόσµο.
Μέσα στο µαγαζί έπαιζαν δύο µπουζούκια κι ένα σαντουράκι. Εκεί είπα το “Γλυκοχαράζει” και µας προτείνει ο Στέφανος να παίξουµε στο µαγαζί του. Παίξαµε λίγο διάστηµα. Ετσι µπήκαµε στη δουλειά. Μάθαµε πάρα πολλά από τον αδελφό του Στέφανου, που έπαιζε σαντούρι. Το δικό του ρεπερτόριο ακολουθήσαµε κι εµείς και πήραµε πάρα πολλά από το σαντούρι. »Καθιερωµένος πια µπουζουξής, δεν ήθελα να δω το γκαράζ που είχαν τα αδέλφια µου, γκαράζ µε σούστες.
O αδελφός µου ο Σπύρος ξεκίνησε το ’48 µε τον Παπαϊωάννου από την παράγκα του “Καλαµατιανού”, το µοναδικό µπουζουξίδικο στις Τζιτζιφιές. Εκεί έπαιζαν όλοι οι µπουζουξήδες: Μητσάκης, Γενίτσαρης, Μανισαλής κ.ά. O Σπύρος πήρε τον Παπαϊωάννου και πήγαν στην “Τριάνα του Χειλά”. Το ’50 πήγε εκεί και ο Τσιτσάνης, ο οποίος ζήτησε κι εµένα. Ετσι πήγα εκεί, όπου έµεινα 8 χρόνια και καθιερώθηκα. Στο καφενείο των µουσικών µας έβλεπαν λες και δουλεύαµε στην… Εθνική Τράπεζα, γιατί ήµασταν πολύ καλά ντυµένοι. »
Εκείνη την εποχή σε όλα τα λαϊκά κέντρα οι θαµώνες όταν χόρευαν πετούσαν “χαρτούρα” αλλά και χρυσές λίρες. Ηµασταν σε αριστοκρατικό µαγαζί και ο Τσιτσάνης µε το συγκρότηµα έπαιρναν πολλά λεφτά. Θυµάµαι ότι µας… έσπαγαν τακεφάλια µε λίρες. Οταν κατεδαφίστηκε η “Τριάνα του Χειλά” ξήλωσαν το πάλκο που ήταν ξύλινο και βρήκαν από κάτω 100 λίρες. Από το 1945 έως το 1965 οι συναλλαγές γίνονταν µε λίρες. Τότε έρχονταν ευκατάστατοι και λεφτάδες, αλλά και λαϊκός κόσµος και µεγάλοι καλλιτέχνες. Εκείνη την εποχή είχαν ανοίξει γραµµή Αµερική – Ελλάδα µε δύο καράβια, το “Ολύµπια” και το “Αννα Μαρία”. Αυτά τα καράβια έρχονταν µία φορά τον µήνα και έφερναν µετανάστες που είχαν να δουν την Ελλάδα 40 χρόνια.
Τους λέγανε λοιπόν ότι αν θέλουν να γλεντήσουν γνήσια ελληνικά, να πάνε στην “Τριάνα του Χειλά”. Εκτός από τα γκρουπ ερχόταν και το προσωπικό του καραβιού. O Χειλάς ήταν Ελληνοαµερικανός και είχε φτιάξει ένα σωστό µαγαζί χωρίς φασαρίες. O κόσµος από τα άλλα γνωστά µαγαζιά που κλείνανε νωρίς περνούσε από εκεί. Κόσµο που δεν τον συναντάς, πια!»
Κυριακάτικη Απογευματινή