Βρισκόμαστε στη σκηνή του Θεάτρου Πειραιώς 131. Εχουμε έρθει για να συνομιλήσουμε με δύο καλλιτέχνες πολύ αγαπημένους, που συναντήθηκαν πριν από χρόνια σχεδόν τυχαία. Πλην, όμως, η συνάντησή τους αυτή έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα την πορεία του ελληνικού θεάτρου,της τηλεόρασης, καθώς και του κινηματογράφου. Πρόκειται για το πιο διάσημο συγγραφικό δίδυμο της Ελλάδας, που έχει προσφέρει πάρα πολύ γέλιο στη χώρα μας.
Καλώς ορίσατε στον υπέροχο κόσμο των Θανάση Παπαθανασίου – Μιχάλη Ρέππα, οι οποίοι υπογράφουν την παράσταση «Για Μια Ζωή», με τους Γιάννη Τσιμιτσέλη, ∆ανάη Παππά, Αλέξανδρο Αντωνόπουλο, Γιάννη Σίντο, Μαρία Φιλίππου, Σάρα Γανωτή, Αναστασία Τσιλιμπίου. Βεβαίως καιτους -φονικούς- «Μπαμπάδες με Ρούμι»,με τους Βίκυ Σταυροπούλου, Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, Σοφία Βογιατζάκη, Κωνσταντίνο Γαβαλά, Νίκη Λάμη και Κωνσταντίνα Μιχαήλ. Αμφότερες ανεβαίνουν στα Αθηναϊκά Θέατρα, συμφερόντων του επιχειρηματία ∆ιονύση Παναγιωτάκη: η πρώτη στο Θέατρο Πειραιώς 131 και η δεύτερη στο θέατρο «Αλίκη».
Παίζεται για δεύτερη χρονιά η κωμωδία σας «Για μια Ζωή». Μιλήστε μας για το έργο.
Μιχάλης Ρέππας: Το έργο πάει πολύκαλά και έτσι το ανεβάζουμε πάλι. Πρόκειται για μία κωμωδία καταστάσεων,που αφορά μία οικογένεια στο Αίγιο το
1943. Αφορά και στα παρελκόμενα από τον θάνατο -που δεν ήταν θάνατος- ενός εκ των πρωταγωνιστών. Εχει να κάνει με ένα τρίο, με μια γυναίκα, δύο γαμπρούς,
τον μπαμπά του ενός γαμπρού και τη μαμά της νύφης. Αλλά και με μία γειτόνισσα και την κόρη της. Το Αίγιο είναι τυχαία επιλογή. Επιλέξαμε να μεταφερθούμε στο 1943 επειδή εκείνες τις δύσκολες εποχές μπορούσαν να συμβούν περίεργα πράγματα: η κοπέλα έχασε τον άντρα της στην Αλβανία, το 1943 παντρεύτηκε άλλον και λίγο καιρό μετά τον γάμο εμφανίζεται και ο προηγούμενος γιατί είχε γίνει λάθος. Τότε γίνονταν πολλά τέτοια λάθη. Θανάσης Παπαθανασίου: Και είναι ο ένας δεξιός, ο άλλος αριστερός. Εχει συμβεί αυτό, όχι όμως με γάμο. Μια οικογένεια φιλοξενούσε τον έναν άντρα, τον αριστερό, στο πατάρι και στο υπόγειο τον δεξιό.
Αλήθεια, πώς γράφετε τα έργα σας; Είστε στον ίδιο χώρο ή ο καθένας γράφει κάτι στο σπίτι του και μετά τα ενώνετε;
Μ.Ρ.: ∆οξολογώ την τεχνολογία γιατί προτού εφευρεθεί το skype αναγκαστικά παίρναμε ταξί και πηγαίναμε ο ένας στο σπίτι του άλλου. Εκεί καθόμασταν ο
ένας απέναντι στον άλλον και γράφαμε. Αλλά ευτυχώς τώρα δεν τρώω τον καπνό του Θανάση στη μούρη μου. Και το γραφείο μου είναι πεντακάθαρο. Και ανταλάσσουμε διαρκώς απόψεις μέσω skype. Θ.Π.: Πριν από δέκα χρόνια σταμάτησες το κάπνισμα… (γέλια)
Είστε διαφορετικοί χαρακτήρες;
Μ.Ρ.: Οσο η μέρα με τη νύχτα, όσο το λάδι με το νερό. Θ.Π.: Αν ήμασταν ίδιοι δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον. Μ.Ρ.: ∆εν κολλάμε πουθενά, σε τίποτα. Αλλά στις πολιτικές και αισθητικές απόψεις είμαστε κατά 85% ίδιοι. Θ.Π.: Εκεί τα έχουμε βρει. Μ.Ρ.: Εγινε αυτόματα. ∆εν το προσπαθήσαμε καν. Απ’ όταν πρωτοσυναντη-θήκαμε, λέγαμε τα ίδια. Είχαμε κοινό αισθητήριο. Γι’ αυτό και πολλές φορές μαλώνουμε και διαφωνούμε. Ποτέ όμως δεν διαφωνούμε αναφορικά στο πότε τελειώνει, στο πότε ολοκληρώνεται μία σκηνή. Οταν γραφτεί η τελευταία λέξη, ξέρουμε ότι η σκηνή τελείωσε. Ποτέ δεν έχουμε πει «έχει κι άλλο».
Οταν μαλώνετε, τι λέτε;
Θ.Π.: Ακατάλληλα πράγματα…
Επειτα από τόσα χρόνια, έχουμε περισσότερο άγχος απ’ ό,τι παλιότερα, γιατί έχουμε μεγαλύτερη συναίσθηση του τι κάνουμε Θ. Παπαθανασίου
Αν γυρνούσατε τον χρόνο πίσω, θαθέλατε ενδεχομένως να αλλάξετε κάτι σε κάποιο έργο σας;
Μ.Ρ.: Είναι βλακεία να σκεφτόμαστε κάτι τέτοιο, αν και προσωπικά ίσως άλλαζα κάτι στο «Safe Sex». Και τι; Θα γινόταν καλύτερο; ∆εν πιστεύω ότι τα έργαείναι οι σκηνές και οι διάλογοί τους. Είναι κάτι πιο σοβαρό που τα συγχέει αυτά. Και όταν είναι τόσο δυνατό αυτό που τα συγχέει, όσα λάθη και να έχει, δεν πειράζει. Ο Θανάσης κι εγώ έχουμε γράψει τρομακτικά πρόστυχες λέξεις, ακόμα και τώρα στην «Κατάρα της Τζέλας ∆ελαφράγκα» που προβάλλεται στον Alpha. Αλλά δεν
μας το έχει χρεώσει ποτέ το κοινό. Θ.Π.: ∆εν θα μου άρεσε αν το βάζαμε επίτηδες. Αν ταιριάζει όμως στη ροή της ιστορίας, το κοινό το εισπράττει ως φυσιολογικό.
Μ.Ρ.: Το κοινό δεν μας χρέωσε ποτέ ότι ένα έργο είχε βρομοκουβέντες.
«Προκαλείτε» κοσμοσυρροή…
Θ.Π.: Εμείς απλώς γράφουμε και αυτό αρέσει. Ούτε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ήξερε πόσο καλά θα πάνε τα «Σαγόνια του καρ-
χαρία». Στην αρχή, νομίζω, ήταν απελπισμένος, δεν πίστευε ότι θα αρέσει το φιλμ. Μ.Ρ.: Επί της ουσίας, είναι τυχαίο.
Υπάρχει συνταγή επιτυχίας όταν γράφετε ένα έργο;
Θ.Π.: Οχι, δεν υφίσταται. Μ.Ρ.: Το μόνο που θέλουμε είναι ό,τι γρά-φουμε να διασκεδάζει κι εμάς.
Για 36 χρόνια διασκεδάζετε όλη την Ελλάδα. Ερχονται με πούλμαν στις παραστάσεις σας…
Θ.Π.: Τα 36 χρόνια δεν είναι όλα μία ευθεία. Μ.Ρ.: Αυτό που επισημάνατε δεν ισχύει για όλες τις παραστάσεις μας. Αλλά σας ευχαριστούμε για τα καλά σας λόγια. Νομίζω ωστόσο πως ακόμα και αυτοί που δεν εκτιμούν τη δουλειά μας, αναγνωρίζουν ότι όλα αυτά τα χρόνια ήμασταν τίμιοι και δεν προσπαθήσαμε ούτε μία φορά να πουλήσουμε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Αυτό που λέμε ότι πουλάμε, και το διαφημίζει το τρέιλέρ μας, κάτι περίπου ίδιο απολαμβάνει και ο κόσμος όταν έρχεται στην αίθουσα του θεάτρου ή του κινηματογράφου ή στο σπίτι, από την τηλεόραση. Ποτέ δεν του έχουμε πουλήσει ψευτιά, μούρη, εξυπνάδα, διδαχή.
Εχετε συνεργαστεί με αμέτρητους ηθοποιούς. Εχετε κάποιους αγαπημένους;
Μ.Ρ. – Θ.Π.: Ναι, όλους τους ηθοποιούς της κωμωδίας. Τους καρατερίστες. Αυτή είναι η ειδικότητά μας. Στενοχωριόμαστε που υπάρχουν κάποιοι ηθοποιοί που τους
αγαπάμε, αλλά καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι εύκολο να συνεργαστούμε. Για παράδειγμα, η Λυδία Κονιόρδου είναι μια ηθοποιός από αυτές που δεν βγαίνουν κάθε μέρα. Αλλά εμείς με τη Λυδία τι να κάνουμε; Πρέπει να κάτσει μια πολύ περίεργη συγκυρία για να συνεργαστούμε.
Αυτό που λέμε ότι πουλάμε, περίπου το ίδιο απολαμβάνει και ο θεατής. Ποτέ δεν του έχουμε πουλήσει ψευτιά, μούρη, εξυπνάδα, διδαχή. Μ. Ρέππας
Είναι και το είδος θεάτρου που υπηρετείτε…
Μ.Ρ.: Αυτό λέμε. Εμάς, το είδος μας είναι οι καρατερίστες. Εχουμε δουλέψει με όλους τους ανθρώπους της κωμωδίας.
Μετά την τεράστια διαδρομή που έχετε διανύσει, έχετε ακόμα άγχος για το τι θα παρουσιάσετε, είτε στη σκηνή είτε στην τηλεόραση;
Θ.Π.: Πάντα υπάρχει άγχος. Μη σου πω ότι έπειτα από τόσα χρόνια έχουμε περισσότερο άγχος απ’ ό,τι παλιότερα, γιατί έχουμε μεγαλύτερη συναίσθηση του τι κάνουμε. ∆ηλαδή ένα πράγμα που έκανες στα 30 δεν μετράει τόσο με κάτι που κάνεις στα 60. Γιατί σε αυτά τα 30 χρόνια έχεις καταλάβει τι συμβαίνει. Ετσι, έχεις
και μεγαλύτερο άγχος. Μ.Ρ.: Φυσικά, πάντα έχουμε στρες. Το ζούμε το πόσοι άνθρωποι εξαρτώνται από τη δουλειά μας και μας βαραίνουν και τα λεφτά που επενδύονται. Γιατί είμαστε σε κοντινή σχέση με τους ανθρώπους αυτούς οι οποίοι επενδύουν και θέλουν να πάρουν πίσω τα λεφτά τους, είτε αυτό λέγεται κανάλι είτε επένδυση στο σινεμά είτε στο θέατρο. Γιατί και ένας θεατρικός επιχειρηματίας που πληρώνει πολλά λεφτά μόνο για να ανοίξει την πόρτα του θεάτρου, είναι κάτι που το έχεις κατά νου.
Εχετε άγχος αν θα γεμίσει το ταμείο;
Θ.Π.: Ουου! Στις πολύ μεγάλες επιτυχίες έχουμε περισσότερο άγχος απ’ ό,τι στα άλλα έργα. Μ.Ρ.: Εχουμε πάρα πολύ άγχος! Απλώς, τώρα πια, στα 65 μου, όταν γίνεται η πρεμιέρα, καταλαβαίνω περίπου πού θα κινηθεί η κάθε δουλειά. Θ.Π.: ∆εν το παίρνουμε και πολύ βαριά το θέμα. Μ.Ρ.: Ακριβώς. Παλιά, αν δεν έφτανε η
δουλειά εκεί που θέλαμε, «πενθούσα». Το καταλάβαινα από την πρώτη εβδομάδα. Θ.Π.: Αν κάτι πάει καλά ή όχι, το έχεις καταλάβει από το δεύτερο Σαββατοκύριακο. Μ.Ρ.: Τώρα όμως δεν περνάω πένθος. Πολλοί φίλοι λένε, μην το πούμε στον Μιχάλη, γιατί νομίζουν ότι είμαι όπως παλιά: Επεφτα να πεθάνω. Στενοχωριόμουν. Θ.Π.: Εδώ μια νοικοκυρά που ετοιμάζει ένα τραπέζι και δεν πετυχαίνει το φαγητό της στενοχωριέται. Μ.Ρ.: Για παράδειγμα, κάναμε το σίριαλ «Μαίρη-Μαίρη-Μαίρη» και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Στενοχωρήθηκα γιατί αυτήν τη δουλειά τη βρίσκω τρομερά καλόγουστη, και επειδή νιώθω ότι κάποιοι ηθοποιοί επένδυσαν και δεν τους βγήκε (όχι ότι θα απολογηθώ και απέναντί τους) λίγο με βαραίνει.
Με την «Κατάρα της Τζέλας ∆ελαφράγκα» θέλετε να πάτε λίγο στην υπερβολή της σάτιρας;
Μ.Ρ.: Είμαστε ευτυχισμένοι. Το πάμε όχι λίγο στην υπερβολή, αλλά πολύ (στην υπερβολή)!
Το είχατε ανάγκη;
Μ.Ρ.: Πάρα πολύ! Θέλαμε να πάμε στην υπερβολή και να γελάσουμε λίγο με όλες αυτές τις μαντιλοφορεμένες που πενθούν στην ελληνική τηλεόραση. Γιατί από 21.00-22.30 πέφτει κλάμα. Και είπαμε να το πάμε ανάποδα. Υπερβάλλουμε στο παίξιμο και είναι σαν πάρτι! Θ.Π.: Το απολαμβάνουμε και εμείς και οι ηθοποιοί. Πολύ! Μ.Ρ.: Τρελαίνονται οι ηθοποιοί να κάνουν βλακείες. Τρελαίνονται! Θ.Π.: Οπως τότε που είχαμε κάνει το «Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο», τραβούσαμε τα μαλλιά μας από την αγωνία και αυτοί έκαναν σαν να πήγαιναν στο νηπιαγωγείο! Εκαναν υπερβολές και παρωδίες και ήταν τρισευτυχισμένοι.
Στο θέατρο «Αλίκη» παρουσιάζεται και η ευφάνταστη κωμωδία σας
«Μπαμπάδες με Ρούμι». Θ.Π.: Ανεβαίνει για δεύτερη φορά στην Αθήνα. Η πρώτη ήταν το 1996. Μ.Ρ.: Οι «Μπαμπάδες» εμπεριέχουν πολλές κωμωδίες. Τώρα συνειδητοποιώ το εξής: αυτή τη στιγμή στην Αθήνα ανεβαίνει η πιο στυφή και γλυκόπικρη κωμωδία μας, το «Μπαμπάδες με Ρούμι», παράλληλα με την πιο γλυκιά κωμωδία μας, τη «Για μια Ζωή», που είναι γεμάτη συγχώρεση για τους ήρωες, τα πάθη και τις τρέλες τους. Το ένα είναι πικρή, δηλητηριασμένη κωμωδία και το άλλο είναι συγχωρητική και γλυκιά παράσταση.
Εφημερίδα Κυριακάτικη Απογευματινή