Ο άνθρωπος που είχε Στραντιβάριους στο λαρύγγι του

Όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μιλούσε για το λαϊκό τραγούδι τις ρίζες του - Ο σεβασμός στον Βαμβακάρη και η εθνική Ελλάδος των δημιουργών
19:13 - 7 Ιανουάριος 2025

«Το δέντρο που δεν απλώνει βαθιές ρίζες μαραίνεται, ξεραίνεται και μετά εξαφανίζεται. Ετσι παρουσιάζεται σήμερα το ελληνικό τραγούδι. Χωρίς ρίζες δεν μπορεί να ‘‘πιάσει” τη συνείδηση, την ψυχή του λαού». Γεμάτος συναισθηματική φόρτιση, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μας είχε μιλήσει στη δεκαετία του ’90 για τη μουσική, το τραγούδι, τον εαυτό του. Οταν μάλιστα αναφερόταν για τη λαϊκή μουσική, έβαζε μπροστά πάντα τον Μάρκο Βαμβακάρη.

«Ο Μάρκος είναι το δέντρο της λαϊκής μουσικής κι εμείς όλοι είμαστε οι κλώνοι. Και οι μεγαλύτεροι κλώνοι είναι ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης και ο Μητσάκης». ∆εν σταμάτησε όμως σε αυτά τα ονόματα o Γρηγόρης Μπιθικώτσης και μίλησε με λόγια θερμά για τους Χατζηχρήστο, Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρα, Καλδάρα, Καπλάνη, Βασιλειάδη, ∆ερβενιώτη, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβο, Γκούτη. «Ολοι αυτοί είναι η Εθνική του λαϊκού τραγουδιού, όλων των εποχών. Χάρη σ’ αυτούς υπάρχουν σήμερα οι ρίζες. Σήμερα το τραγούδι δεν έχει ρίζες, γι’ αυτό δεν μπορεί να ‘‘πιάσει” στον κόσμο. Οι δημιουργοί έχουν στερέψει».

Υπάρχουν προβλήματα να εμπνεύσουν τους νέους δημιουργούς;

«Και βέβαια υπάρχουν μεγάλα θέματα και προβλήματα. ∆ίπλα μας καίγεται ο κόσμος. H Μέση Ανατολή, το Αφγανιστάν, εντάσεις, πόλεμοι. Από την άλλη, μέσα στη χώρα μας συμβαίνουν τόσα γεγονότα καθημερινά. Υπάρχουν τόσοι ξένοι, χιλιάδες μετανάστες με ένα σωρό προβλήματα. Κι εμείς οι Ελληνες έχουμε προβλήματα. Κανένας νέος συνθέτης ή στιχουργός δεν μπορεί να τα αποδώσει, να τα τραγουδήσει. Αυτός ο πόνος, τα βάσανα, τα δάκρυα που βγαίνουν από τον λαό μας, κανείς δεν μπορεί σήμερα να τα κάνει συνθήματα και τραγούδια».

Δεν υπάρχουν δηλαδή τραγούδια που μιλούν για τα σύγχρονα προβλήματα;

«Είναι πάρα πολύ λίγα αυτά τα τραγούδια κι έχουν μικρή διάρκεια. ∆εν μπορούν να ξεχωρίσουν. Υπάρχει ένα ποσοστό 15%-18%, που κατά την άποψή μου χάνεται. Γιατί το υπόλοιπο 82% τα πνίγει, τα εξαφανίζει. Και η ποιότητα του τραγουδιού χάνεται γιατί δεν υπάρχουν ρίζες. Για μένα είναι πολύ βασικό ότι πρέπει οι νέοι δημιουργοί να μελετούν τις ρίζες. Είναι σαν να παίρνουν την περιουσία του πατέρα τους, να την τρώνε και μετά να τελειώνουν. Αυτό συμβαίνει τώρα με πολλούς δημιουργούς. Βρίσκουν έτοιμα τραγούδια, τα παίρνουν, τα ανακατεύουν με κάποια καινούργια και κάνουν επιτυχίες με τα παλιά, της δικής μου γενιάς. Αυτό κάποτε θα σταματήσει».

Οταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ξαναγύριζε στα παλιά, μιλούσε με θαυμασμό για το έντεχνο τραγούδι και τους δημιουργούς του. «Σε αυτόν τον χώρο υπάρχει και άλλη μια εθνική Ελλάδος: Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Λοΐζος, Μαρκόπουλος, Μούτσης, Σπανός, Πιτσιλαδής, Κουγιουμτζής, Κηλαηδόνης και όλη αυτή η γενιά που έδωσε ποιότητα στον μουσικό πολιτισμό, αλλά το σπουδαιότερο που έκανε ήταν να φέρει τους ποιητές κοντά στον κόσμο. Οι ποιητές βγήκαν στους δρόμους, στα σχολεία, στις πλατείες, στις αγορές, παντού. Αυτή τη μελοποιημένη ποίηση είμαι περήφανος και ευτυχής που την τραγούδησα με την ψυχή μου».

«Στην εποχή μας, η έκφραση έχει χαθεί από το τραγούδι», μας είπε ο Μπιθικώτσης και το δικαιολόγησε:

«Ολα είναι άρπα-κόλλα σήμερα. Οι δημιουργοί έχουν κάποιες εμπνεύσεις, τις ανακατεύουν με μουσικές ξένες (αραβικές, ινδικές, τούρκικες μελωδίες), με αποτέλεσμα τα τραγούδια να μην έχουν δική τους ταυτότητα, να μη χαρακτηρίζονται από σφραγίδα μουσική καθαρά ελληνική. Πώς λοιπόν θα μπορέσει ο τραγουδιστής να δώσει τον καλύτερο εαυτό του στην ερμηνεία ενός τέτοιου τραγουδιού;

Θα το ξεκαθαρίσω: ακόμη και αυτά τα τραγούδια του σήμερα, που είναι καλά, δεν έχουν ούτε δύναμη ούτε ουσία, γιατί δεν βγαίνουν από το βάθος της ψυχής των δημιουργών. Και σ’ αυτό βέβαια φταίνε τα γεγονότα που δεν βοηθούν. Αλλά ας σταματήσουμε στο θέμα “μουσική και τραγούδι”.

Πάντως, δεν μπορώ να θυμηθώ έστω και ένα τραγούδι σουξέ που να κράτησε πάνω από 6 μήνες. ∆εν με ενδιαφέρει που οι νεότεροι τραγουδιστές βγάζουν χρήματα από τις παλιές δικές μας μουσικές δημιουργίες, το άσχημο είναι ότι ορισμένοι κακοποιούν τα τραγούδια μας στις επανεκτελέσεις.

Ποτέ δεν ήμουν σύμφωνος σε τέτοιες μεθόδους. Υπάρχει μεγάλη αλλοίωση στον ήχο. Τι σχέση μπορεί να έχουν τα ηλεκτρονικά όργανα με την παλιά λαϊκή ορχήστρα; Αυτός, λοιπόν, ο κακός ήχος επηρεάζει στην ερμηνεία τον σύγχρονο τραγουδιστή. Και όλη η καλή δουλειά που είχε γίνει πριν από 30 ή 40 χρόνια χαλάει. Από τη σημερινή ερμηνεία στην επανεκτέλεση λείπει η έκφραση. Και αυτό το πράγμα δεν χαρίζεται ούτε μεταδίδεται. Η έκφραση παράγεται από την ψυχή. Από εκεί βγαίνει ένα πάθος ατελείωτο».

Δουλεύαμε συλλογικά

H άποψη του Γρηγόρη Μπιθικώτση για τις επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών τραγουδιών ήταν ότι δεν γίνονταν ηχογραφήσεις όπως παλιά.

«Τότε, μπαίναμε στο στούντιο όλοι μαζί. ∆ουλεύαμε συλλογικά. ∆ιορθώναμε o ένας τον άλλον. Κουραζόμασταν. Μπορεί να μας έπαιρνε και δύο μερόνυχτα για να βγει ένα τραγούδι. Το αποτέλεσμα όμως ήταν άριστο. Εβγαινε ένας ήχος-διαμάντι. Ενώ σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. O κάθε μουσικός μπαίνει στο πολυκάναλο, παίζει το μέρος του, ο τραγουδιστής ερμηνεύει χωρίς να έχει μπροστά του τους μουσικούς να παίζουν και πάει λέγοντας. Ετσι, μια σύγχρονη ηχογράφηση τελειώνει εντελώς ψυχρά και απρόσωπα. Πώς να έχει προσωπικότητα ένα τραγούδι σήμερα;».

Καθώς τα έλεγε όλα αυτά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, θυμήθηκε τα πρώτα χρόνια στο τραγούδι. Το ξεκίνημά του από το Περιστέρι, με μια κιθάρα στο ταβερνάκι του «Παρλιάρου». Εκεί που τραγουδούσε ευρωπαϊκά, αλλά όλα άλλαξαν όταν μια κρύα νύχτα του χειμώνα του 1937 πήγε να ακούσει τρεις μουσικούς που έπαιζαν με τα μπουζούκια τους σε κουτούκι της γειτονιάς του. Ηταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μανώλης Χιώτης και ο Στράτος Παγιουμτζής. O μικρός Γρηγόρης ενθουσιάστηκε και από τότε ασπάστηκε το ρεμπέτικο.

Ο Σερ του Λαϊκού τραγουδιού

Ακούγοντας τον Μάρκο

Στις μαύρες μέρες της Κατοχής, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έβρισκε την ευκαιρία να παίζει και να τραγουδά. Αυτό τον βοήθησε να μη νιώσει την πείνα, γιατί πήγαιναν οι μαυραγορίτες στο Περιστέρι να τον ακούσουν και τον πλήρωναν. Είχε μεγάλη αδυναμία στα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, που τα άκουσε κάποιες φορές από δίσκους γραμμοφώνου στα μαγαζιά της γειτονιάς του. Μαθητευόμενος υδραυλικός, o Γρηγόρης Μπιθικώτσης έμαθε ότι ο Μάρκος με το συγκρότημά του παίζει και τραγουδά στην ταβέρνα του Ηπειρώτη στο Περιστέρι. Το ’σκαγε από το σπίτι του και πήγαινε έξω από το μαγαζί και καθόταν μέχρι αργά για να ακούσει τον Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Απόστολο Χατζηχρήστο και τον νεαρό τότε Μανώλη Χιώτη που ήταν μαζί τους.

Μάρκος Βαμβακάρης και Γρηγόρης Μπιθικώτσης

H επιμονή του νεαρού Γρηγόρη να μάθει μπουζούκι και σιγά σιγά να εξελιχθεί σε έναν καλό σολίστα τον έφερε γρήγορα στο πάλκο του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα στη σύνθεση, ώστε να γράφει δικά του τραγούδια. Εγραψε γύρω στα 80 δικά του τραγούδια στην αρχή της καριέρας του και τα τραγούδησε. Γιατί έτσι ξεκίνησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ως μπουζουξής και συνθέτης και μετά διέπρεψε ως μεγάλη φωνή. Ανοιξε νέους δρόμους ερμηνείας στο έντεχνο μετά τις γνωριμίες του με Χατζιδάκι και Θεοδωράκη.

Μία μοναδική συνάντηση σε πιάνο, Χιώτης, Θεοδωράκης και Μπιθικώτσης

«Υπεράνω όλων ο Μάρκος, o Τσιτσάνης και όλοι οι μεγάλοι του λαϊκού τραγουδιού». Το παράπονο της ψυχής του, που έβγαινε από τις χορδές της κιθάρας και του μπουζουκιού που έπαιζε από μικρός, «έδεσε» απόλυτα με τη δωρική φωνή του, που τραγούδησε από τη «Φραγκοσυριανή» μέχρι τον «Επιτάφιο» και τα «Επιφάνια» και από το «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» μέχρι τη «Ρωμιοσύνη» και το «Αξιον εστί».

 

Ο Μπιθικώτσης με το γιό του, Γρηγόρη, σε μικρή ηλικία