Η έλλειψη ύπνου και η νυχτερινή εργασία συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων, σύμφωνα με μια νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Chronobiology International. Η μελέτη, που διεξήχθη το 2018 σε 1.335 Νορβηγούς νοσηλευτές και νοσηλεύτριες, αποκάλυψε σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία τους λόγω των ακανόνιστων ωρών ύπνου και της νυχτερινής εργασίας.
Οι ερευνητές εντόπισαν ότι οι νοσηλευτές με μέτρια έλλειψη ύπνου (1-120 λεπτά λιγότερο ύπνο από τον απαιτούμενο) είχαν 33% υψηλότερο κίνδυνο να προσβληθούν από κοινό κρυολόγημα, ενώ εκείνοι με σοβαρή έλλειψη ύπνου (πάνω από δύο ώρες λιγότερο ύπνο) είχαν πάνω από διπλάσιο κίνδυνο. Ο κίνδυνος για πνευμονία ή βρογχίτιδα ήταν 129% υψηλότερος για τη μέτρια έλλειψη ύπνου και 288% για τη σοβαρή έλλειψη. Παρόμοια αυξημένος κίνδυνος παρατηρήθηκε και για ιγμορίτιδα και γαστρεντερικές λοιμώξεις.
Η νυχτερινή εργασία, αν και συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο για κοινό κρυολόγημα, δεν φάνηκε να έχει την ίδια επίδραση για άλλες λοιμώξεις. Η επικεφαλής της μελέτης, Σίρι Βέγκε, ανέφερε ότι η έλλειψη ύπνου και οι ακανόνιστες βάρδιες ενδέχεται να εξασθενούν το ανοσοποιητικό σύστημα των νοσηλευτών και να επηρεάζουν την ικανότητά τους να παρέχουν ποιοτική φροντίδα στους ασθενείς.
Τα ευρήματα της μελέτης υποδεικνύουν ότι η διασφάλιση επαρκούς ύπνου μπορεί να είναι σημαντική για την πρόληψη λοιμώξεων, αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να προσδιοριστούν οι ακριβείς αιτίες αυτής της σύνδεσης. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε την άνοιξη, εκτός της περιόδου έξαρσης της γρίπης, οπότε τα ποσοστά λοιμώξεων ενδέχεται να ήταν χαμηλότερα από ό,τι θα ήταν αν η έρευνα είχε γίνει το χειμώνα.
Οι ερευνητές προτείνουν στρατηγικές για τη μείωση της έλλειψης ύπνου, όπως ο περιορισμός των διαδοχικών νυχτερινών βαρδιών και η εξασφάλιση επαρκούς χρόνου για την αποκατάσταση του οργανισμού μεταξύ των βαρδιών, προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι λοιμώξεων για τους νοσηλευτές στο μέλλον.