Ηαπόφαση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραµπ, να επιβάλει νέους δασµούς στις εισαγωγές από το Μεξικό και τον Καναδά, καθώς και να διπλασιάσει την εισφορά που είχε επιβληθεί πρόσφατα στα κινεζικά προϊόντα, προκαλεί σηµαντική αναστάτωση στις διεθνείς εµπορικές σχέσεις. Αρχικά, οι νέοι δασµοί ήρθαν ως συνέχεια µιας σειράς εµπορικών µέτρων που είχε λάβει η αµερικανική κυβέρνηση, µε στόχο την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και την προστασία των θέσεων εργασίας. Παρά τις αυστηρές αυτές ενέργειες, ο Τραµπ ανακοίνωσε σύντοµα µια εξαίρεση, διάρκειας 30 ηµερών, για τις αµερικανικές αυτοκινητοβιοµηχανίες, οι οποίες ήταν αυτές που αναµενόταν να πληγούν περισσότερο από τους νέους φόρους, καθώς διατηρούν σηµαντικές γραµµές παραγωγής εκτός αµερικανικών συνόρων.
Τα… ήξεις αφήξεις του Τραµπ όµως δεν σταµατούν εκεί. Νέες εξαιρέσεις και παρατάσεις ανακοινώθηκαν, προκαλώντας ακόµα µεγαλύτερη σύγχυση στις αγορές για τη σύµπνοια λόγων και πράξεων του νέου «πλανητάρχη». O πρόεδρος Ντόναλντ Τραµπ χορήγησε προσωρινές δασµολογικές απαλλαγές σε καναδικά και µεξικανικά προϊόντα που καλύπτονται από την εµπορική συµφωνία της Βόρειας Αµερικής, γνωστή ως USMCA, έως τις 2 Απριλίου. Περίπου το 50% των µεξικανικών εισαγωγών και το 38% των καναδικών εισαγωγών καλύπτονται από αυτήν τη συµφωνία, σύµφωνα µε αξιωµατούχο του Λευκού Οίκου. Πριν από αυτές τις εξελίξεις, ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε ήδη επιβάλει δασµούς σε όλα τα εισαγόµενα προϊόντα χάλυβα και αλουµινίου, κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις από τους εµπορικούς εταίρους της χώρας. Ο Καναδάς και η Κίνα αντέδρασαν άµεσα µε δικούς τους δασµούς στα αµερικανικά προϊόντα, γεγονός που πυροδότησε ανησυχίες για έναν παγκόσµιο εµπορικό πόλεµο και για αυξηµένες τιµές στους καταναλωτές. Τα αγαθά που εισάγονται από το Μεξικό, τον Καναδά και την Κίνα αντιπροσωπεύουν πάνω από το 40% των εισαγωγών στις ΗΠΑ (στοιχεία του 2024), γεγονός που καθιστά την επιβολή δασµών ιδιαίτερα σηµαντική για την τσέπη του Αµερικανού καταναλωτή.
Επιµονή και κίνδυνος
Το επιτελείο του Τραµπ θεωρεί ότι οι δασµοί θα ενισχύσουν την αµερικανική παραγωγή, προστατεύοντας τις θέσεις εργασίας και ενισχύοντας τα φορολογικά έσοδα. Ωστόσο, οι επικριτές αυτής της στρατηγικής προειδοποιούν ότι οι υψηλότερες τιµές µπορεί να βλάψουν τους καταναλωτές και να προκαλέσουν πλήγµα στην
αµερικανική οικονοµία. Οι δασµοί ενδέχεται να δηµιουργήσουν έναν αρνητικό φαύλο κύκλο, όπου οι ακριβότεροι εισαγόµενοι πόροι θα αυξήσουν το κόστος παραγωγής στην αµερικανική βιοµηχανία, γεγονός που θα µπορούσε να µειώσει την ανταγωνιστικότητα των αµερικανικών προϊόντων στην παγκόσµια αγορά.
Η επιβολή δασµών στα κινεζικά προϊόντα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2024, µε ένα τέλος 10%. Πρόκειται για ακόµη ένα επεισόδιο στον εµπορικό πόλεµο που έχουν ανοίξει οι ΗΠΑ µε την Κίνα, µε την αρχή να γίνεται από τον ανταγωνισµό για τους ηµιαγωγούς Α.Ι. και τα data centers. Η Κίνα αντέδρασε µε τους δικούς της δασµούς, επιβάλλοντας φόρους σε αµερικανικά γεωργικά προϊόντα και τεχνολογικές εταιρείες, ενώ πρόσθεσε και εξαγωγικούς περιορισµούς σε αµερικανικές εταιρείες αεροµεταφορών, άµυνας και τεχνολογίας.
Ποιους παίρνει η µπάλα
Εκτός από την Κίνα, που είναι ο µεγάλος αντίπαλος των ΗΠΑ, στο στόχστρο µπήκαν και παραδοσιακοί εµπορικοί εταίροι. Ο Τραµπ προχώρησε στην επιβολή δασµών στα αγαθά που εισάγονται από το Μεξικό και τον Καναδά. Οι δασµοί αυτοί, οι οποίοι αρχικά επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ στις 4 Φεβρουαρίου 2024, τελικά εφαρµόστηκαν στις 4 Μαρτίου 2024, µε εξαιρέσεις όµως, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, καθώς ο Τραµπ συνεχίζει την τακτική να ζητά πολλά, προκειµένου να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Ο Καναδάς και το Μεξικό -όπως αναµενόταν- αντέδρασαν µε αντίποινα. Ο Καναδάς προειδοποίησε ότι θα επιβάλει δασµούς σε αµερικανικά προϊόντα αξίας 30 δισ. δολαρίων, ενώ το Μεξικό καθυστέρησε την εφαρµογή των δικών του δασµών, επισηµαίνοντας ότι η απόφαση της αµερικανικής κυβέρνησης δεν έχει «καµία δικαιολογία». Η εφαρµογή δασµών στις καναδικές εξαγωγές ενέργειας έχει προκαλέσει ανησυχία για τη δυνατότητα αυξήσεων στις τιµές ενέργειας σε όλη την Αµερική. Ο Καναδάς έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόµενο να περιορίσει τις εξαγωγές ρεύµατος σε αµερικανικές πολιτείες, κοντά στα σύνορα. Ο Καναδάς είναι η χώρα από την οποία οι ΗΠΑ εισάγουν τις µεγαλύτερες ποσότητες πετρελαίου.
Ο Τραµπ, πάντως, συνεχίζει να επιµένει στην εφαρµογή της στρατηγικής του, θεωρώντας ότι οι δασµοί είναι αναγκαίοι για τη στήριξη της αµερικανικής οικονοµίας και την προστασία των εγχώριων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, οι διεθνείς αντιδράσεις και οι ανησυχίες για τις αυξηµένες τιµές στα αγαθά και τις υπηρεσίες υπογραµµίζουν τις πιθανές επιπτώσεις της πολιτικής του. Σε κάθε περίπτωση, το µέλλον των εµπορικών σχέσεων παραµένει αβέβαιο, µε πολλούς να αναρωτιούνται αν οι δασµοί θα συνεχίσουν να αποτελούν τον πυρήνα της οικονοµικής στρατηγικής των ΗΠΑ ή αν θα υπάρξει αλλαγή πορείας µε νέες εξαιρέσεις και παρατάσεις, όπως συνέβη σε Μεξικό και Καναδά.
Μάριος Βελέντζας
Κυριακάτικη Απογευματινή