Ο αρχιτέκτονας του ισχυρού μάρκου και του ευρώ

Ο Σλέσινγκερ ήταν θεματοφύλακας της σταθερότητας της γερμανικής οικονομίας και ένας στοχαστής που κατανοούσε τη νομισματική πολιτική
07:50 - 7 Ιανουάριος 2025

Ο Γερμανός κορυφαίος τραπεζίτης και πρώην πρόεδρος της Bundesbank, Χέλμουτ Σλέσινγκερ, που πέθανε στις 23 ∆εκεμβρίου σε ηλικία 100 ετών, θα μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που καθιέρωσε το γερμανικό μάρκο ως ένα από τα πιο σταθερά νομίσματα στον κόσμο. Ο θάνατός του βρίσκει τη Γερμανία σε μία από τις πιο δύσκολες οικονομικές συγκυρίες στη σύγχρονη ιστορία της, με την επιστροφή στο μάρκο να επανέρχεται στο προσκήνιο ενόψει των εκλογών του Φεβρουαρίου.

Ο Σλέσινγκερ δεν ήταν απλώς ένας κεντρικός τραπεζίτης, ήταν θεματοφύλακας της σταθερότητας της γερμανικής οικονομίας και ένας στοχαστής που κατανοούσε τη νομισματική πολιτική τόσο ως τέχνη όσο και ως επιστήμη, ενώ οι απόψεις του επέδρασαν σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές εξελίξεις στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Γεννημένος τον Σεπτέμβριο του 1924 στην Ανω Βαυαρία, αφού τελείωσε το σχολείο το 1946, υπηρέτησε τρία χρόνια εθνικής θητείας και στη συνέχεια ξεκίνησε οικονομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilians του Μονάχου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1948. Στη συνέχεια έκανε τη διατριβή πάνω στην οικονομική αποτελεσματικότητα στον τομέα της δημόσιας διοίκησης και έλαβε το διδακτορικό του στα Οικονομικά το 1951.

Το 1952 εντάχθηκε στην Bank Deutscher Länder, τον οργανισμό που ιδρύθηκε για να διαχειρίζεται το γερμανικό μάρκο. Ανθρωπος με σιδερένια πειθαρχία, οξεία διάνοια και σχεδόν στωική αφοσίωση στις αρχές του, κατάφερε να διατηρήσει τη νομισματική σταθερότητα, όταν η Fed εκτόξευσε τον παγκόσμιο πληθωρισμό για να προωθήσει την «πλήρη απασχόληση».

Στη δεκαετία του 1970 έβαλε τη σφραγίδα του στη νομισματική πολιτική της Γερμανίας, αναλαμβάνοντας προσωπικά την επεξεργασία των μηνιαίων εκθέσεων της Bundesbank, οι οποίες υπάρχουν μέχρι και σήμερα χειρόγραφες στα αρχεία της τράπεζας.

Μονεταριστής

Ηταν ο κατ’ εξοχήν διανοούμενος της Bundesbank, ακόμη και όταν εντάχθηκε στο διοικητικό της συμβούλιο το 1972. Γνήσιος μονεταριστής, εισήγαγε το 1974 το πρωτοποριακό σύστημα ελέγχου της προσφοράς χρήματος, με στόχο όχι μόνο την καταπολέμηση του πληθωρισμού, αλλά και την προληπτική εξουδετέρωσή του. Ο ίδιος έλεγε ότι ο έλεγχος του πληθωρισμού είναι τόσο τέχνη όσο και επιστήμη.

Σε μια χώρα που η σταθερότητα της αγοραστικής δύναμης αποτελεί υπέρτατο εθνικό στόχο, ο Σλέσινγκερ κατανοούσε τις χρήσεις αλλά και τους περιορισμούς του μονεταριστικού δόγματος. Η περίφημη δήλωσή του το 1985, «Ο ρεαλιστικός μονεταρισμός δεν πρέπει να συγχέεται με την άκαμπτη τήρηση του δόγματος», είναι ένα μάθημα για κάθε κεντρικό τραπεζίτη.

Το 1991, σε ηλικία 67 ετών, ανέλαβε την προεδρία της Bundesbank, μια θέση που δεν διεκδίκησε, αλλά του δόθηκε όταν ο προκάτοχός του, Καρλ Οτο Πολ, παραιτήθηκε λόγω πολιτικών διαφορών με τον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, σε μια δύσκολη περίοδο για τη γερμανική οικονομία, αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Μια απόφαση που τάραξε την ήπειρο

Από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του ο Σλέσινγκερ αύξησε δραστικά τα επιτόκια. Μέσα σε ένα χρόνο το βασικό επιτόκιο ανήλθε στο ιστορικό υψηλό του 8,75%, προκαλώντας μια σύντομη αλλά σοβαρή ύφεση στον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM), βγάζοντας εκτός τη βρετανική και την ιταλική λίρα, γεγονός που τον κατέστησε persona non grata στην Αγγλία για πολλά χρόνια.

Παρά τις αντιδράσεις και τις πιέσεις που του ασκήθηκαν από Γερμανούς και Ευρωπαίους πολιτικούς, ο Σλέσινγκερ παρέμεινε ακλόνητος στις θέσεις του. Με τη χαρακτηριστική ευγενική, αλλά και ανυποχώρητη συμπεριφορά του ο Σλέσινγκερ ήταν γνωστός στο εξωτερικό ως «ο Πρώσος της Bundesbank», έναν χαρακτηρισμό που δεχόταν με χαμόγελο.

Από κριτικός… «υπερασπιστής»

Ο Σλέσινγκερ είχε εξ αρχής επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, υποστηρίζοντας πως η Ευρώπη θα ωφελούνταν ελάχιστα από την εγκατάλειψη του μάρκου. Οι αντιρρήσεις αυτές κάμφθηκαν όμως μετά τη συνταξιοδότησή του από την Bundesbank το 1993. Σε άρθρο του στον «Economist» εκφραζόταν θετικά για την ΟΝΕ, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις σε όσους τον γνώριζαν ή είχαν συνεργαστεί μαζί του.

«Η συνολική πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη έκανε τη νομισματική ένωση τόσο αναγκαία όσο και επιθυμητή. Εάν υπήρχε η πολιτική βούληση, θα ήταν λάθος -και αδύνατο- να αντιταχθεί η Bundesbank. Ήμασταν τυχεροί που μπορέσα- με να φτιάξουμε την ΕΚΤ με βάση το μοντέλο της Bundesbank», έγραφε στο άρθρο του. Στην πραγματικότητα όμως ήταν περισσότερο μια πατριωτική κίνηση στήριξης του Χέλμουτ Κολ και της πολιτικής του υπέρ του ευρώ, παρά μια αλλαγή πεποιθήσεων.

Τα τελευταία χρόνια ο έμπειρος τραπεζίτης ήταν απογοητευμένος από τα δομικά προβλήματα της ΟΝΕ. Επέρριπτε τις ευθύνες στους κεντρικούς τραπεζίτες και στις κυβερνήσεις που έθεσαν τις βάσεις για την οικονομική ενοποίηση, λέγοντας πως δεν είχαν τη «φαντασία» να προβλέψουν τα δεινά που την έπληξαν μετά την οικονομική κρίση του 2007-08 και συνεχίζουν να την πλήττουν μέχρι και σήμερα.