Η ταυτότητα της Τουρκίας χθες και σήμερα

Ο διανοούμενος Ζιγιά Γκιοκάλπ, που επηρεάστηκε από τον ρομαντικό και φυλετικό εθνικισμό
17:24 - 29 Νοεμβρίου 2024
Ο Τούρκος διανοούμενος Ζιγιά Γκιοκάλπ

Η νεότερη ιστορία της Τουρκίας, ειδικά από την εποχή της επικράτησης των Νεότουρκων, έχει ταυτιστεί με γενοκτονίες, για τις οποίες ουδέποτε έχει απολογηθεί επί της ουσίας. Συγκεκριμένα, σε ιδεολογικό επίπεδο, η ακροδεξιά τάση των Νεότουρκων εμπνέεται από τον γερμανικό φυλετικό ρομαντισμό. Η περίπτωση του Ζιγιά Γκιοκάλπ αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ενός διανοούμενου επηρεασμένου από τον ρομαντικό και φυλετικό εθνικισμό. Ο φυλετικός παντουρκισμός, ως ιδεολογικό ρεύμα, έχει πατέρα τον Γκιοκάλπ.

Ως Νεότουρκος συνέβαλε διοικητικά στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας. Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του «A Shameful Act» υποστηρίζει ότι ο Γκιοκάλπ, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Γκιοκάλπ ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια».

Χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία για να μετακενώσει τις ιδέες του στον μουσουλμανικό οθωμανικό πληθυσμό και ενσωμάτωσε με ένα ακραία εργαλειακό τρόπο τα σχήματα του Νίτσε. Όπως γράφει σε ποίημά του: «Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο». Παράλληλα, θέτει και το Ισλάμ στην εξυπηρέτηση του εθνικιστικού φαντασιακού: «Κι αν δεν έχουμε επιστήμη, έχουμε το Κοράνι…».

Μία πρώτη εκδοχή του ναζισμού

Στην περίπτωση του Γκιοκάλπ συναντούμε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της -όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή- έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαΐστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά. Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο, που συμβαδίζει με την επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φυλών.

Ακριβώς το ίδιο παρατηρείται στο έργο του Γκιοκάλπ. Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του στο περιοδικό «Yeni Hayat» τo 1911: «Οι Τούρκοι ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Νίτσε… Από τον τουρκισμό θα γεννηθεί η νέα ζωή». Ο τουρκικός εθνικισμός θα βασιστεί στους θρησκευτικούς κώδικες, τους οποίους αποδέχονταν οι μουσουλμανικές μάζες. Ο φυλετισμός, που βρήκε το αποκορύφωμά του στη ναζιστική ρητορική και ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς, καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους Νεότουρκους εθνικιστές. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1911 είχαν αποφασίσει την καταπίεση και την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας.

Οι Μικρασιάτες σοσιαλιστές

Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 αντιμετωπίστηκε από τον Γεώργιο Σκληρό (γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου) και τον Δημήτρη Γληνό (γεννήθηκε στη Σμύρνη της Ιωνίας) ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι και οι δύο προέρχονται από το μικρασιατικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο ανδρώθηκε συγκρουόμενο με την αυταρχική Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα της ανάλυσης των Γληνού και Σκληρού με αυτήν της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η ανάλυση αυτή δικαιώθηκε από τα όσα ακολούθησαν. Ο Attila Tuygan γράφει: «Το κεμαλικό καθεστώς, που διαδέχθηκε το Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος, αντιμετώπισε με καταπίεση, άρνηση και αφομοίωση στον τουρκισμό όλα τα άλλα στοιχεία, όπως τους Λαζούς, Κιρκάσιους, Γεωργιανούς, Κιρμαντζί, Τουρκομάνους, Πομάκους, Ζαζά, Ασσύριους και ποιος ξέρει πόσα άλλα ονόματα που δεν αναφέρουμε εδώ. Η προσπάθεια ήταν η με τη βία εμφύσηση “θετικιστικής τουρκικής” ταυτότητας, κάτι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα».

H λογική της γενοκτονίας υπήρξε σύμφυτη στην ακροδεξιά τάση του Νεοτουρκικού κινήματος. Ακόμα και ο ιστορικός Erik Zürcher, που δεν διακρίνεται για την κριτική του στάση προς το νεοτουρκικό παράδειγμα, γράφει ξεκάθαρα για τον πλέον επιτυχημένο εκ των Νεότουρκων: «Ο Μουσταφά Κεμάλ ποτέ δεν μίλησε δημόσια ενάντια στη γενοκτονία… και ο ίδιος περιβάλλεται από ανθρώπους, όπως ο Τοπάλ Οσμάν, που τα χέρια τους ήταν βαμμένα με αίμα…». Από την αρχή (1908) έως το τέλος (1923) η πολιτική των Νεότουρκων στρεφόταν κατά των μειονοτήτων. Ο Taner Akçam είναι απόλυτος στη διαπίστωση αυτή: «Ο απελευθερωτικός πόλεμος… δεν δόθηκε κατά των εισβολέων, αλλά κατά των μειονοτήτων».